3,251,689
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> laborieux, fatigant, pénible;<br /><b>2</b> fatigué, épuisé de fatigue.<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]]. | |btext=ά, όν :<br /><b>1</b> laborieux, fatigant, pénible;<br /><b>2</b> fatigué, épuisé de fatigue.<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καματηρός -ά -όν [κάματος] afmattend:. καματηρός... κόπος afmattende inspanning Aristoph. Lys. 542. afgemat:. οἱ καματηροὶ τῶν ἀνδρῶν de afgematte manschappen Hdt. 4.135.1. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰμᾰτηρός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[тяжелый]], [[тягостный]], [[мучительный]] ([[γῆρας]] HH; [[κόπος]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[утомительный]], [[изнурительный]] (τὸ ἄρχειν Arst.; πηδήματα Luc.);<br /><b class="num">3)</b> [[изнуренный]], [[слабосильный]] ([[ἄνδρες]] Her.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κᾰμᾰτηρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[κουραστικός]], [[εκνευριστικός]], [[βασανιστικός]], [[κοπιώδης]], [[πληκτικός]], [[ανιαρός]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[κουραστικός]], [[εξαντλητικός]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που έχει καταβληθεί, καταπονημένος από σκληρή [[εργασία]], [[κατάκοπος]], ξεθεωμένος, φθαρμένος, λιωμένος, [[τριμμένος]], [[φαγωμένος]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''κᾰμᾰτηρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[κουραστικός]], [[εκνευριστικός]], [[βασανιστικός]], [[κοπιώδης]], [[πληκτικός]], [[ανιαρός]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[κουραστικός]], [[εξαντλητικός]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που έχει καταβληθεί, καταπονημένος από σκληρή [[εργασία]], [[κατάκοπος]], ξεθεωμένος, φθαρμένος, λιωμένος, [[τριμμένος]], [[φαγωμένος]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καματηρός''': -ά, -όν, [[κοπιώδης]], [[ἐπίμοχθος]], [[γῆρας]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 247· οὐδὲ τὰ γόνατα [[κόπος]] ἑλεῖ [[καματηρός]] μου Ἀριστοφ. Λυσ. 542· καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε Ἀπολλ. Ρόδ. Β΄, 87· καματηρὸν τὸ ἄρχειν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 34. 2) ὁ προξενῶν κάματον, σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Λουκ. π. Ὀρχ. 34. ΙΙ Παθ., καταβεβλημένος ἐκ τοῦ καμάτου, καταπεπονημένος, τοὺς καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν (οὕς μικρὸν ἀνωτέρω ὠνόμασε: τοὺς ἀσθενεστάτους εἰς τάς ταλαιπωρίας) Ἡρόδ. 4. 135, πρβλ. Διον. Ἁλ. 10. 53, Ἀρρ. Ἀν. 5. 16, 2: - Ἐπίρρ. καματηρῶς, ἐπιπόνως, Πολυδ. Γ΄, 105. - Τύπος καματερὸς ἀπαντᾷ παρὰ Κ. Πορφ. πρὸς Νικηφ. 178, 9, ἐπὶ φορτηγῶν πλοίων: καράβια καματερά. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |