Anonymous

κανηφορέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />être canéphore.<br />'''Étymologie:''' [[κανηφόρος]].
|btext=-ῶ :<br />être canéphore.<br />'''Étymologie:''' [[κανηφόρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰνηφορέω''': [[φέρω]] τὸ ἱερὸν [[κάνιστρον]] ἐν πομπῇ, Ἀριστοφ. Λυσ. 646, 1194, Ἐκκλ. 732, Συλλ. Ἐπιγρ. 431β (προσθῆκαι), κ. ἀλλ.· ἔμελλε γὰρ τῷ Διῒ τῷ βασιλεῖ κανηφορεῖν Πλούτ. 2.771F· Ἴσιδι Συλλ. Ἐπιγρ. 2298, πρβλ. 8602-3· - ἴδε [[κανηφόρος]].
|elnltext=κανηφορέω [κανηφόρος] relig. manddraagster zijn (in een processie).
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰνηφορέω:''' культ. нести священные корзины в торжественных шествиях Arph., Plut.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰνηφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κρατώ]] το [[ιερό]] [[κάνιστρο]] σε [[πομπή]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κᾰνηφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κρατώ]] το [[ιερό]] [[κάνιστρο]] σε [[πομπή]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰνηφορέω:''' культ. нести священные корзины в торжественных шествиях Arph., Plut.
|lstext='''κᾰνηφορέω''': [[φέρω]] τὸ ἱερὸν [[κάνιστρον]] ἐν πομπῇ, Ἀριστοφ. Λυσ. 646, 1194, Ἐκκλ. 732, Συλλ. Ἐπιγρ. 431β (προσθῆκαι), κ. ἀλλ.· ἔμελλε γὰρ τῷ Διῒ τῷ βασιλεῖ κανηφορεῖν Πλούτ. 2.771F· Ἴσιδι Συλλ. Ἐπιγρ. 2298, πρβλ. 8602-3· - ἴδε [[κανηφόρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κανηφορέω [κανηφόρος] relig. manddraagster zijn (in een processie).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰνηφορέω, fut. -ήσω<br />to [[carry]] the [[sacred]] [[basket]] in [[procession]], Ar. [from [[κανηφόρος]]
|mdlsjtxt=κᾰνηφορέω, fut. -ήσω<br />to [[carry]] the [[sacred]] [[basket]] in [[procession]], Ar. [from [[κανηφόρος]]
}}
}}