Anonymous

βέβηλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ος, ον :<br />où l'on peut marcher, dont l'accès n’est pas interdit ; profane <i>en parl. de lieux</i> : [[ἐν]] βεβήλῳ THC dans un lieu profane.<br />'''Étymologie:''' R. Βα, marcher, avec redoubl.
|btext=ος, ον :<br />où l'on peut marcher, dont l'accès n’est pas interdit ; profane <i>en parl. de lieux</i> : [[ἐν]] βεβήλῳ THC dans un lieu profane.<br />'''Étymologie:''' R. Βα, marcher, avec redoubl.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βέβηλος''': -ον, (βαίνω, [[βηλός]]) ὃν ἐπιτρέπεται νὰ πατήσῃ τις, παραδεδομένος εἰς τὴν ἀνθρωπίνην χρῆσιν, Λατ. profanus, ἀντίθ. τῷ [[ἱερός]], ὡς τὸ [[βάσιμος]] τῷ [[ἄδυτος]]· καὶ πῶς β. [[ἄλσος]] ἂν ῥύοιτό με; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 509· ἢ πρὸς βεβήλοις ἢ πρὸς ἄλσεσιν θεῶν, ἢ ἐπὶ κοινοῦ ἐδάφους ἢ…, Σοφ. Ο. Κ. 10· ἔς τε τἄβατα καὶ πρὸς βέβηλα (κοινῶς τὰ βατὰ) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 109· καὶ βέβηλα καὶ κεκρυμμένα λόγια, δημόσια καὶ διαδιδόμενα, ἀντίθ. τῷ μυστικά, Εὐρ. Ἡρακλ. 404· ἐν βεβήλῳ Θουκ. 4. 97· βέβηλα, φαγητά, ὧν ἐπιτρέπεται ἡ [[βρῶσις]], Ἀθήν. 65F· πρβλ. [[ὅσιος]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἡγιασμένος, [[ἀμύητος]], Λατ. profanes ([[οὕτως]], odi profanum vulgus· procul este, profani), Σοφ. Ἀποσπ. 154· ‒ [[ἀκάθαρτος]], Εὐρ. 650, Πλάτ. Συμπ. 218Β· ‒ [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., ὁ μὴ μεμυημένος, β. τελετῆς Ἀνθ. Π. 9. 298. ‒ Ἐπίρρ. -λως, Φίλων 1. 253. ‒ Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ.
|elnltext=[[βέβηλος]] -ον, Dor. βέβᾱλος [~ [[βαίνω]] ?]<br /><b class="num">1.</b> van zaken<br /><b class="num">2.</b> niet gewijd, (d.w.z.) vrij toegankelijk, vrij te betreden:; [[πῶς]] βέβηλον [[ἄλσος]] ἂν ῥύοιτό με; hoe moet een vrij toegankelijk woud mij bescherming bieden? Aeschl. Suppl. 509; vandaar openbaar; subst..; [[ἤλεγξα]] καὶ βέβηλα καὶ κεκρυμμένα ik heb zowel openbare als geheime zaken onderzocht Eur. Hcld. 404; subst. τὸ βέβηλον ongewijd land, openbaar land:. περὶ... τὸ ἱρὸν ἐν τῷ βεβήλῳ rondom het heiligdom in het ongewijde gebied Hdt. 9.65.<br /><b class="num">3.</b> niet gewijd, profaan:. βεβήλους κενοφωνίας περιΐστασο vermijd heilloos leeg gepraat NT 2 Tim. 2.14.<br /><b class="num">4.</b> van personen oningewijd, profaan, onrein:. βέβηλός τε καὶ [[ἄγροικος]] oningewijd en grof Plat. Smp. 218b.
}}
{{elru
|elrutext='''βέβηλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[общедоступный]], [[открытый для всех]], т. е. [[неосвященный]] Aesch., Soph., Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> [[непосвященный]] (Soph., Eur., Plat.; τινος Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[общеизвестный]] (λόγια Eur.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[allowable to be trodden]], [[profane]], [[permitted]] (Trag.)<br />Dialectal forms: Dor. [[βέβαλος]], Cyrene [[βάβαλος]].<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Like [[βέβαιος]] connected with the perfect <b class="b3">βέβη-κα</b>, but the formation is not quite clear (improbable Schwyzer IF 45, 252ff.). Also Cyren. [[βάβαλος]] is problematic. Cf. Kretschmer Glotta 18, 235.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βηλός]], with βε- as a redupl.]<br /><b class="num">I.</b> [[allowable]] to be [[trodden]], permitted to [[human]] use, Lat. [[profanus]], Soph., Eur.; ἐν βεβήλωι Thuc.<br /><b class="num">II.</b> of persons, [[unhallowed]], [[impure]], Thuc., Plat.: c. gen. [[uninitiated]] in rites, Anth.
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott
Line 37: Line 46:
|lsmtext='''βέβηλος:''' -ον ([[βηλός]], με βε- ως αναδιπλ.),<br /><b class="num">I.</b> [[δεκτικός]] ως προς το να πατηθεί από κάποιον, επιτρεπτός για ανθρώπινη [[χρήση]]· Λατ. [[profanus]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>ἐν βεβήλῳ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, μη [[αγιασμένος]], [[ανίερος]], [[ανόσιος]], [[ακάθαρτος]], μολυσμένος, [[ανήθικος]], στον ίδ., σε Πλάτ.· με γεν., μη μυημένος σε τελετές, σε Ανθ.
|lsmtext='''βέβηλος:''' -ον ([[βηλός]], με βε- ως αναδιπλ.),<br /><b class="num">I.</b> [[δεκτικός]] ως προς το να πατηθεί από κάποιον, επιτρεπτός για ανθρώπινη [[χρήση]]· Λατ. [[profanus]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>ἐν βεβήλῳ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, μη [[αγιασμένος]], [[ανίερος]], [[ανόσιος]], [[ακάθαρτος]], μολυσμένος, [[ανήθικος]], στον ίδ., σε Πλάτ.· με γεν., μη μυημένος σε τελετές, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βέβηλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[общедоступный]], [[открытый для всех]], т. е. [[неосвященный]] Aesch., Soph., Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> [[непосвященный]] (Soph., Eur., Plat.; τινος Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[общеизвестный]] (λόγια Eur.).
|lstext='''βέβηλος''': -ον, (βαίνω, [[βηλός]]) ὃν ἐπιτρέπεται νὰ πατήσῃ τις, παραδεδομένος εἰς τὴν ἀνθρωπίνην χρῆσιν, Λατ. profanus, ἀντίθ. τῷ [[ἱερός]], ὡς τὸ [[βάσιμος]] τῷ [[ἄδυτος]]· καὶ πῶς β. [[ἄλσος]] ἂν ῥύοιτό με; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 509· ἢ πρὸς βεβήλοις ἢ πρὸς ἄλσεσιν θεῶν, ἢ ἐπὶ κοινοῦ ἐδάφους ἢ…, Σοφ. Ο. Κ. 10· ἔς τε τἄβατα καὶ πρὸς βέβηλα (κοινῶς τὰ βατὰ) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 109· καὶ βέβηλα καὶ κεκρυμμένα λόγια, δημόσια καὶ διαδιδόμενα, ἀντίθ. τῷ μυστικά, Εὐρ. Ἡρακλ. 404· ἐν βεβήλῳ Θουκ. 4. 97· βέβηλα, φαγητά, ὧν ἐπιτρέπεται ἡ [[βρῶσις]], Ἀθήν. 65F· πρβλ. [[ὅσιος]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἡγιασμένος, [[ἀμύητος]], Λατ. profanes ([[οὕτως]], odi profanum vulgus· procul este, profani), Σοφ. Ἀποσπ. 154· ‒ [[ἀκάθαρτος]], Εὐρ. 650, Πλάτ. Συμπ. 218Β· ‒ [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., ὁ μὴ μεμυημένος, β. τελετῆς Ἀνθ. Π. 9. 298. ‒ Ἐπίρρ. -λως, Φίλων 1. 253. ‒ Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[allowable to be trodden]], [[profane]], [[permitted]] (Trag.)<br />Dialectal forms: Dor. [[βέβαλος]], Cyrene [[βάβαλος]].<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Like [[βέβαιος]] connected with the perfect <b class="b3">βέβη-κα</b>, but the formation is not quite clear (improbable Schwyzer IF 45, 252ff.). Also Cyren. [[βάβαλος]] is problematic. Cf. Kretschmer Glotta 18, 235.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βηλός]], with βε- as a redupl.]<br /><b class="num">I.</b> [[allowable]] to be [[trodden]], permitted to [[human]] use, Lat. [[profanus]], Soph., Eur.; ἐν βεβήλωι Thuc.<br /><b class="num">II.</b> of persons, [[unhallowed]], [[impure]], Thuc., Plat.: c. gen. [[uninitiated]] in rites, Anth.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βέβηλος]] -ον, Dor. βέβᾱλος [~ [[βαίνω]] ?]<br /><b class="num">1.</b> van zaken<br /><b class="num">2.</b> niet gewijd, (d.w.z.) vrij toegankelijk, vrij te betreden:; [[πῶς]] βέβηλον [[ἄλσος]] ἂν ῥύοιτό με; hoe moet een vrij toegankelijk woud mij bescherming bieden? Aeschl. Suppl. 509; vandaar openbaar; subst..; [[ἤλεγξα]] καὶ βέβηλα καὶ κεκρυμμένα ik heb zowel openbare als geheime zaken onderzocht Eur. Hcld. 404; subst. τὸ βέβηλον ongewijd land, openbaar land:. περὶ... τὸ ἱρὸν ἐν τῷ βεβήλῳ rondom het heiligdom in het ongewijde gebied Hdt. 9.65.<br /><b class="num">3.</b> niet gewijd, profaan:. βεβήλους κενοφωνίας περιΐστασο vermijd heilloos leeg gepraat NT 2 Tim. 2.14.<br /><b class="num">4.</b> van personen oningewijd, profaan, onrein:. βέβηλός τε καὶ [[ἄγροικος]] oningewijd en grof Plat. Smp. 218b.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe