Anonymous

καθάρσιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on peut purifier <i>ou</i> expier;<br /><b>2</b> qui purifie, qui a la vertu de purifier <i>au sens religieux</i> ; avec un gén. : δωμάτων ESCHL qui purifie une demeure ; τὸ καθάρσιον ([[ἱερόν]]) sacrifice expiatoire HDT ; victime offerte pour un sacrifice expiatoire.<br />'''Étymologie:''' [[καθαίρω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on peut purifier <i>ou</i> expier;<br /><b>2</b> qui purifie, qui a la vertu de purifier <i>au sens religieux</i> ; avec un gén. : δωμάτων ESCHL qui purifie une demeure ; τὸ καθάρσιον ([[ἱερόν]]) sacrifice expiatoire HDT ; victime offerte pour un sacrifice expiatoire.<br />'''Étymologie:''' [[καθαίρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰθάρσιος''': -ον, ([[καθαίρω]]) καθαρίζων ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, [[καθαρτικός]], ἀγνιστικός, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἡρόδ. 1. 44, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 3, κτλ.· περὶ τοῦ Βάκχου, [[μολεῖν]] καθαρσίῳ ποδὶ Σοφ. Ἀντ. 1144· - ἀνήκων εἰς θυσίαν, [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 449, Θ. 680· πῦρ, φλὸξ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 927, Ι. Α. 1112, Ἑλ. 869· [[προχύται]] Ι. Α. 1472. 2) μετὰ γεν., καθ. φόνου, καθαρίζων, ἐξαγνίζων ἀπό.., Αἰσχύλ. Εὐμ. 578· [[Λοξίας]] δωμάτων [[καθάρσιος]], ὁ καθαρίζων, ἐξαγνίζων τὰ δώματα, [[αὐτόθι]] 63· [[καθάρσιος]] οἴκων, ἐξαγνιστικὸς οἴκων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 923. II. ὡς οὐσιαστ., 1) καθάρσιον (δηλ. [[ἱερόν]]), τό, [[καθαρτήριος]] [[θυσία]], [[ὡσαύτως]], τὸ [[θῦμα]], Αἰσχίν. 4. 10· - [[ἐντεῦθεν]], [[καθαρμός]], [[ἁγνισμός]], καθαρσίου ἐδέετο κυρῆσαι Ἡρόδ. 1. 35, πρβλ. Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 44. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ [[φάρμακον]]) ὡς καὶ νῦν, καθάρσιον, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. σ. 111.
|elnltext=καθάρσιος -ον [καθαίρω] reinigend, zuiverend:; ἐκάλεε... Δία καθάρσιον hij riep Zeus aan als god van de rituële reiniging Hdt. 1.44.2; met gen. van iets:; φόνου δὲ τῷδ’ ἐγὼ καθάρσιος ik ben degene die hem van moord heeft gereinigd Aeschl. Eum. 578; subst.: τὸ καθάρσιον rituële reiniging.<br />καθάρσιος Ion. gen. sing. van κάθαρσις
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθάρσιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[очищающий]], [[отпускающий прегрешения]] ([[Ζεύς]] Her., Plut.; [[θεός]] Arst.): [[μολεῖν]] ποδὶ καθαρσίῳ Soph. прийти очищающей стопой, т. е. явиться во спасение; κ. φόνου Aesch. очищающий от (т. е. снимающий грех) убийства;<br /><b class="num">2)</b> [[очистительный]] ([[φλόξ]], [[προχύται]] Eur.; [[ἱερά]] Eur., Plut.): ὁ κ. [[μήν]] Plut. (у римлян) = [[mensis]] [[lustralis]], sc. [[Februarius]];<br /><b class="num">3)</b> [[могущий быть искупленным]] ([[αἷμα]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κᾰθάρσιος:''' -ον ([[καθαίρω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που καθαίρει από ενοχές ή [[μίασμα]], [[εξαγνιστικός]], σε Ηρόδ., Σοφ.· λέγεται για [[θυσία]], [[αἷμα]], σε Αισχύλ.· [[πῦρ]], [[φλόξ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., <i>καθ. φόνου</i>, αυτός που καθαρίζει ή εξαγνίζει από το [[αίμα]] του φόνου, σε Αισχύλ.· [[αλλά]] επίσης, <i>κ. οἴκων</i>, αυτός που εξαγνίζει τα σπίτια, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>καθάρσιον</i> (ενν. [[ἱερόν]]), <i>τό</i>, καθαρτήρια [[θυσία]], σε Αισχίν.· απ' όπου, [[εξαγνισμός]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κᾰθάρσιος:''' -ον ([[καθαίρω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που καθαίρει από ενοχές ή [[μίασμα]], [[εξαγνιστικός]], σε Ηρόδ., Σοφ.· λέγεται για [[θυσία]], [[αἷμα]], σε Αισχύλ.· [[πῦρ]], [[φλόξ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., <i>καθ. φόνου</i>, αυτός που καθαρίζει ή εξαγνίζει από το [[αίμα]] του φόνου, σε Αισχύλ.· [[αλλά]] επίσης, <i>κ. οἴκων</i>, αυτός που εξαγνίζει τα σπίτια, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>καθάρσιον</i> (ενν. [[ἱερόν]]), <i>τό</i>, καθαρτήρια [[θυσία]], σε Αισχίν.· απ' όπου, [[εξαγνισμός]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθάρσιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[очищающий]], [[отпускающий прегрешения]] ([[Ζεύς]] Her., Plut.; [[θεός]] Arst.): [[μολεῖν]] ποδὶ καθαρσίῳ Soph. прийти очищающей стопой, т. е. явиться во спасение; κ. φόνου Aesch. очищающий от (т. е. снимающий грех) убийства;<br /><b class="num">2)</b> [[очистительный]] ([[φλόξ]], [[προχύται]] Eur.; [[ἱερά]] Eur., Plut.): ὁ κ. [[μήν]] Plut. (у римлян) = [[mensis]] [[lustralis]], sc. [[Februarius]];<br /><b class="num">3)</b> [[могущий быть искупленным]] ([[αἷμα]] Aesch.).
|lstext='''κᾰθάρσιος''': -ον, ([[καθαίρω]]) καθαρίζων ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, [[καθαρτικός]], ἀγνιστικός, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἡρόδ. 1. 44, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 3, κτλ.· περὶ τοῦ Βάκχου, [[μολεῖν]] καθαρσίῳ ποδὶ Σοφ. Ἀντ. 1144· - ἀνήκων εἰς θυσίαν, [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 449, Θ. 680· πῦρ, φλὸξ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 927, Ι. Α. 1112, Ἑλ. 869· [[προχύται]] Ι. Α. 1472. 2) μετὰ γεν., καθ. φόνου, καθαρίζων, ἐξαγνίζων ἀπό.., Αἰσχύλ. Εὐμ. 578· [[Λοξίας]] δωμάτων [[καθάρσιος]], ὁ καθαρίζων, ἐξαγνίζων τὰ δώματα, [[αὐτόθι]] 63· [[καθάρσιος]] οἴκων, ἐξαγνιστικὸς οἴκων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 923. II. ὡς οὐσιαστ., 1) καθάρσιον (δηλ. [[ἱερόν]]), τό, [[καθαρτήριος]] [[θυσία]], [[ὡσαύτως]], τὸ [[θῦμα]], Αἰσχίν. 4. 10· - [[ἐντεῦθεν]], [[καθαρμός]], [[ἁγνισμός]], καθαρσίου ἐδέετο κυρῆσαι Ἡρόδ. 1. 35, πρβλ. Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 44. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ [[φάρμακον]]) ὡς καὶ νῦν, καθάρσιον, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. σ. 111.
}}
{{elnl
|elnltext=καθάρσιος -ον [καθαίρω] reinigend, zuiverend:; ἐκάλεε... Δία καθάρσιον hij riep Zeus aan als god van de rituële reiniging Hdt. 1.44.2; met gen. van iets:; φόνου δὲ τῷδ’ ἐγὼ καθάρσιος ik ben degene die hem van moord heeft gereinigd Aeschl. Eum. 578; subst.: τὸ καθάρσιον rituële reiniging.<br />καθάρσιος Ion. gen. sing. van κάθαρσις
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj