Anonymous

κατακυλίνδω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ou mieux</i> [[κατακυλίω]];<br /><i>ao. Pass.</i> κατεκυλίσθην, part. <i>pf. Pass.</i> κατακεκυλισμένος;<br />faire rouler de haut en bas.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κυλίνδω]].
|btext=<i>ou mieux</i> [[κατακυλίω]];<br /><i>ao. Pass.</i> κατεκυλίσθην, part. <i>pf. Pass.</i> κατακεκυλισμένος;<br />faire rouler de haut en bas.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κυλίνδω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατακῠλίνδω''': ἢ -[[κυλίω]]: μέλλ. -κυλίσω ῑ: ἀόρ. παθ. κατεκυλίσθην:- [[κυλίω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], κατεκύλιον ὑπερμεγέθεις πέτρας [[ἄνωθεν]] Διον. Ἁλ. 11. 26, Ἑβδ. (Ἱερ. ΝΑ', 25). - Παθ., κυλίομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐκρίπτομαι, κρημνίζομαι Ἡρόδ. 1. 84., 5. 16· κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων Ξεν. Κύρ. 5. 3, 1· ἀπὸ τῶν πετρῶν κατακυλισθέντα διεφθάρησαν Δικ. περ. ὄρ. Πηλ. σ. 142, 9·- ἐνεστώς τις κατακυλινδέω ἀπαντᾷ παρὰ Δίωνι Κ. 56. 14· εὕρηνται καὶ τὰ παράγωγα κατακυλιστὸς καὶ κατακύλισμα.
|elnltext=κατα-κυλίνδω, pass. naar beneden gerold worden:. κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων van hun paarden geworpen Xen. Cyr. 5.3.1.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακῠλίνδω:''' Her., Xen. = [[κατακυλίω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατακῠλίνδω:''' ή -[[κυλίω]], μέλ. -[[κυλίσω]] [ῑ]· Παθ. αόρ. βʹ <i>-εκυλίσθην</i>· [[κυλώ]] προς τα [[κάτω]] — Παθ., κυλιέμαι προς τα [[κάτω]] ή ρίχνομαι, γκρεμίζομαι, σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''κατακῠλίνδω:''' ή -[[κυλίω]], μέλ. -[[κυλίσω]] [ῑ]· Παθ. αόρ. βʹ <i>-εκυλίσθην</i>· [[κυλώ]] προς τα [[κάτω]] — Παθ., κυλιέμαι προς τα [[κάτω]] ή ρίχνομαι, γκρεμίζομαι, σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατακῠλίνδω:''' Her., Xen. = [[κατακυλίω]].
|lstext='''κατακῠλίνδω''': ἢ -[[κυλίω]]: μέλλ. -κυλίσω ῑ: ἀόρ. παθ. κατεκυλίσθην:- [[κυλίω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], κατεκύλιον ὑπερμεγέθεις πέτρας [[ἄνωθεν]] Διον. Ἁλ. 11. 26, Ἑβδ. (Ἱερ. ΝΑ', 25). - Παθ., κυλίομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐκρίπτομαι, κρημνίζομαι Ἡρόδ. 1. 84., 5. 16· κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων Ξεν. Κύρ. 5. 3, 1· ἀπὸ τῶν πετρῶν κατακυλισθέντα διεφθάρησαν Δικ. περ. ὄρ. Πηλ. σ. 142, 9·- ἐνεστώς τις κατακυλινδέω ἀπαντᾷ παρὰ Δίωνι Κ. 56. 14· εὕρηνται καὶ τὰ παράγωγα κατακυλιστὸς καὶ κατακύλισμα.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κυλίνδω, pass. naar beneden gerold worden:. κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων van hun paarden geworpen Xen. Cyr. 5.3.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=or -[[κυλίω]] fut. -[[κυλίσω]] aor2 [[pass]]. -εκυλίσθην<br />to [[roll]] [[down]]:—Pass. to be rolled [[down]] or thrown off, Hdt., Xen.
|mdlsjtxt=or -[[κυλίω]] fut. -[[κυλίσω]] aor2 [[pass]]. -εκυλίσθην<br />to [[roll]] [[down]]:—Pass. to be rolled [[down]] or thrown off, Hdt., Xen.
}}
}}