Anonymous

κατάνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être consommé, épuisé <i>en parl. de biens</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κατανύω]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être consommé, épuisé <i>en parl. de biens</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κατανύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατάνομαι''': Παθ., (ἄνω, [[ἀνύω]]), φθείρομαι, ἀναλίσκομαι, σπαταλῶμαι, πολλὰ κατάνεται Ὀδ. Β, 58., Ρ, 537· μέτρα κατανομένων ἐνιαυτῶν = κατανυομένων, συμπληρουμένων, Ἄρατ. 464.
|elnltext=κατ-άνομαι opraken:. τὰ δὲ πολλὰ κατάνεται het meeste raakt op Od. 2.58.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάνομαι:''' (ᾱν) (только praes.) быть истребляемым, уничтожаться, гибнуть (τὰ πολλὰ κατάνεται Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κατάνομαι:''' Παθ. ([[ἄνω]]), καταναλώνομαι, εξαντλούμαι ή φθείρομαι, σπαταλιέμαι, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κατάνομαι:''' Παθ. ([[ἄνω]]), καταναλώνομαι, εξαντλούμαι ή φθείρομαι, σπαταλιέμαι, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατάνομαι:''' (ᾱν) (только praes.) быть истребляемым, уничтожаться, гибнуть (τὰ πολλὰ κατάνεται Hom.).
|lstext='''κατάνομαι''': Παθ., (ἄνω, [[ἀνύω]]), φθείρομαι, ἀναλίσκομαι, σπαταλῶμαι, πολλὰ κατάνεται Ὀδ. Β, 58., Ρ, 537· μέτρα κατανομένων ἐνιαυτῶν = κατανυομένων, συμπληρουμένων, Ἄρατ. 464.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-άνομαι opraken:. τὰ δὲ πολλὰ κατάνεται het meeste raakt op Od. 2.58.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἄνω]<br />Pass. to be used up or [[wasted]], Od.
|mdlsjtxt=[ἄνω]<br />Pass. to be used up or [[wasted]], Od.
}}
}}