Anonymous

καρπίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=recueillir les fruits, récolter.<br />'''Étymologie:''' [[καρπός]].
|btext=recueillir les fruits, récolter.<br />'''Étymologie:''' [[καρπός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καρπίζω''': (Α), [[συλλέγω]] τὸν καρπόν, ἢ [[ἁπλῶς]] [[συλλέγω]] τι, «καρπίζουσι δὲ αὐτὴν (δηλ. τὴν δίκταμον) ἐν θέρει καὶ φθινοπώρῳ» Διοσκ. 3. 37. ΙΙ. Μέσ., καρπίζομαι = καρποῦμαι, καρπίζεσθαι γῆν Θεόπομπ. παρ᾽ Ἀθην. 261Α, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2561β (προσθῆκαι), 2737β· ἀλλ᾽ [[ὡσαύτως]], ἐξαντλῶ, καρπίζεται τὴν γῆν [[μάλιστα]] πυρὸς [[εἶτα]] κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 1· μεταφ., [[κῦδος]] ἐκαρπίζετο Συλλ. Ἐπιγρ. 1998. ΙΙΙ. καθιστῶ τι καρποφόρον, γονιμοποιῶ, Εὐρ. Βάκχ. 406, Ἑλ. 1228.
|elnltext=καρπίζω [καρπός] vruchtbaar maken; overdr. med. oogsten, de vruchten plukken van, met acc.: δόξαν κ. roem oogsten Eur. Hipp. 432.
}}
{{elru
|elrutext='''καρπίζω:''' досл. оплодотворять, перен. орошать, утучнять (ἄχλοα πεδία Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καρπίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[καρπός]]), κάνω [[κάτι]] να καρπίσει, το κάνω γόνιμο, [[λιπαίνω]] το [[έδαφος]] καθιστώντας το εύφορο, σε Ευρ.
|lsmtext='''καρπίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[καρπός]]), κάνω [[κάτι]] να καρπίσει, το κάνω γόνιμο, [[λιπαίνω]] το [[έδαφος]] καθιστώντας το εύφορο, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καρπίζω:''' досл. оплодотворять, перен. орошать, утучнять (ἄχλοα πεδία Eur.).
|lstext='''καρπίζω''': (Α), [[συλλέγω]] τὸν καρπόν, ἢ [[ἁπλῶς]] [[συλλέγω]] τι, «καρπίζουσι δὲ αὐτὴν (δηλ. τὴν δίκταμον) ἐν θέρει καὶ φθινοπώρῳ» Διοσκ. 3. 37. ΙΙ. Μέσ., καρπίζομαι = καρποῦμαι, καρπίζεσθαι γῆν Θεόπομπ. παρ᾽ Ἀθην. 261Α, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2561β (προσθῆκαι), 2737β· ἀλλ᾽ [[ὡσαύτως]], ἐξαντλῶ, καρπίζεται τὴν γῆν [[μάλιστα]] πυρὸς [[εἶτα]] κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 1· μεταφ., [[κῦδος]] ἐκαρπίζετο Συλλ. Ἐπιγρ. 1998. ΙΙΙ. καθιστῶ τι καρποφόρον, γονιμοποιῶ, Εὐρ. Βάκχ. 406, Ἑλ. 1228.
}}
{{elnl
|elnltext=καρπίζω [καρπός] vruchtbaar maken; overdr. med. oogsten, de vruchten plukken van, met acc.: δόξαν κ. roem oogsten Eur. Hipp. 432.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καρπίζω]], fut. -σω [[καρπός]]<br />to make [[fruitful]], [[fertilise]], Eur.
|mdlsjtxt=[[καρπίζω]], fut. -σω [[καρπός]]<br />to make [[fruitful]], [[fertilise]], Eur.
}}
}}