Anonymous

καταβάπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=plonger, tremper.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βάπτω]].
|btext=plonger, tremper.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταβάπτω''': [[καταβυθίζω]], τὸν δάκτυλον καταβάπτειν εἰς πίσσαν ὑγρὰν Διοσκ. π. Ἰοβολ. 27 ἐν τέλει· τὰς σταφυλὰς… καταβάπτομεν εἰς [[γλεῦκος]] καὶ θάλασσαν Γεωπ. 8. 23· [[ποτίζω]] τι διὰ βαφῆς, [[χρωματίζω]] [[καλῶς]], ἐς κόρον καταβαφεῖσα Λουκ. Εἰκόν. 16. 1. ΙΙ. [[βάπτω]] ἐρυθρόν, «καταβάπτει· κατερυθραίνει ἐρυθρῷ βάμματι» Ἡσύχ.· [[οὖρον]] καταβεβαμμένον, βαθὺ ἔχον [[χρῶμα]], Παλλάδ. περὶ Πυρετῶν σ. 52.
|elnltext=κατα-βάπτω onderdompelen.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβάπτω:''' [[погружать]], [[окунать]] (τι δευσοποιοῖς φαρμάκοις Luc.; ἄρτον εἰς [[μέλι]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταβάπτω:''' μέλ. <i>—ψω</i>, [[καταβυθίζω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''καταβάπτω:''' μέλ. <i>—ψω</i>, [[καταβυθίζω]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταβάπτω:''' [[погружать]], [[окунать]] (τι δευσοποιοῖς φαρμάκοις Luc.; ἄρτον εἰς [[μέλι]] Plut.).
|lstext='''καταβάπτω''': [[καταβυθίζω]], τὸν δάκτυλον καταβάπτειν εἰς πίσσαν ὑγρὰν Διοσκ. π. Ἰοβολ. 27 ἐν τέλει· τὰς σταφυλὰς… καταβάπτομεν εἰς [[γλεῦκος]] καὶ θάλασσαν Γεωπ. 8. 23· [[ποτίζω]] τι διὰ βαφῆς, [[χρωματίζω]] [[καλῶς]], ἐς κόρον καταβαφεῖσα Λουκ. Εἰκόν. 16. 1. ΙΙ. [[βάπτω]] ἐρυθρόν, «καταβάπτει· κατερυθραίνει ἐρυθρῷ βάμματι» Ἡσύχ.· [[οὖρον]] καταβεβαμμένον, βαθὺ ἔχον [[χρῶμα]], Παλλάδ. περὶ Πυρετῶν σ. 52.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-βάπτω onderdompelen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to dip [[down]] [[into]], Luc.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to dip [[down]] [[into]], Luc.
}}
}}