Anonymous

διασφάξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=αγος (ἡ) :<br /><b>1</b> intervalle entre deux rochers ; crevasse, précipice;<br /><b>2</b> cavité.<br />'''Étymologie:''' διασφάττω.
|btext=αγος (ἡ) :<br /><b>1</b> intervalle entre deux rochers ; crevasse, précipice;<br /><b>2</b> cavité.<br />'''Étymologie:''' διασφάττω.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διασφάξ''': άγος, ἡ, ([[διασφάζω]]) πᾶν [[ἄνοιγμα]] βιαίως γινόμενον, [[σχίσμα]], [[ῥῆγμα]], ἰδίως [[βραχώδης]] [[χαράδρα]], δι’ ἧς ῥέει [[ποταμός]], ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 158., 3.117, κτλ. ΙΙ. [[καθόλου]], [[κοιλότης]], οἵα εὕρηται παρὰ τοῖς ἰχθύσιν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 744. 2) = [[αἰδοῖον]] [[γυναικεῖον]], Valck. Σχόλ. Φοιν. 26, Ruhnk. Τίμ.
|elnltext=διασφάξ -άγος, ἡ [διά, σφάζω] kloof, ravijn; kanaal; geneesk. vertakking (van aderen).
}}
{{elru
|elrutext='''διασφάξ:''' άγος () ἡ расселина, расщелина, скалистое ущелье Her., Plut., Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διασφάξ:''' -[[άγος]], ἡ ([[σφάζω]]), [[κάθε]] [[άνοιγμα]] που προκαλείται βίαια, [[σχίσμα]], [[ρήγμα]], [[βραχώδης]] [[χαράδρα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''διασφάξ:''' -[[άγος]], ἡ ([[σφάζω]]), [[κάθε]] [[άνοιγμα]] που προκαλείται βίαια, [[σχίσμα]], [[ρήγμα]], [[βραχώδης]] [[χαράδρα]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διασφάξ:''' άγος () ἡ расселина, расщелина, скалистое ущелье Her., Plut., Luc.
|lstext='''διασφάξ''': άγος, ἡ, ([[διασφάζω]]) πᾶν [[ἄνοιγμα]] βιαίως γινόμενον, [[σχίσμα]], [[ῥῆγμα]], ἰδίως [[βραχώδης]] [[χαράδρα]], δι’ ἧς ῥέει [[ποταμός]], ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 158., 3.117, κτλ. ΙΙ. [[καθόλου]], [[κοιλότης]], οἵα εὕρηται παρὰ τοῖς ἰχθύσιν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 744. 2) = [[αἰδοῖον]] [[γυναικεῖον]], Valck. Σχόλ. Φοιν. 26, Ruhnk. Τίμ.
}}
{{elnl
|elnltext=διασφάξ -άγος, [διά, σφάζω] kloof, ravijn; kanaal; geneesk. vertakking (van aderen).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>n</i> [-[[σφάζω]]<br />any [[opening]] made by [[violence]], a [[cleft]], [[rocky]] [[gorge]], Hdt.
|mdlsjtxt=<i>n</i> [-[[σφάζω]]<br />any [[opening]] made by [[violence]], a [[cleft]], [[rocky]] [[gorge]], Hdt.
}}
}}