Anonymous

καταπλήξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> effrayé, épouvanté;<br /><b>II.</b> qui s'effraie facilement :<br /><b>1</b> peureux, timide;<br /><b>2</b> ombrageux.<br />'''Étymologie:''' [[καταπλήσσω]].
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> effrayé, épouvanté;<br /><b>II.</b> qui s'effraie facilement :<br /><b>1</b> peureux, timide;<br /><b>2</b> ombrageux.<br />'''Étymologie:''' [[καταπλήσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ καταπεπληγμένος, [[ὅστις]] τὰ πάντα φοβεῖται, ἔχων τὴν διάνοιαν ἐκπεπληγμένην, κ. καὶ ἄτολμος Πλούτ. 2, 7Β· κ. καὶ περιδεὴς [[αὐτόθι]] 814F· πρὸς τοὺς φόβους [[μαλακὸν]] [[ὄντα]] καὶ κ. ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 27· καταπλῆγες καὶ πτοίας ἀνάμεστοι Ἡλιόδ. 9. Συνέσ. σ. 267D ἀντιτίθησι τοὺς καταπλῆγας τοῖς ἐρρωμένως ἐπιφερομένοις·― μὴ καταπλῆγες ὦσιν οἱ ἵπποι Αἰλ. π. Ζ. 16, 25, Ἁρποκρ.· ὁ συνεχῶς πεπληγμένος, ([[ὥστε]] [[νοῦς]] νὰ μὴ δύναται νὰ διακρίνῃ), (μετὰ τῆς ὑπὸ) ἀλλ᾿ ἐστὲ ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων καταπλῆγες διὰ τὸ [[πολλάκις]] [[ἰδεῖν]] καὶ ἀκοῦσαι… [[ὥστε]] οὐδὲ τὰ δεινὰ ἔτι δεινὰ δοκεῖ [[εἶναι]] Λυσ. 107, 34. 2) ὁ [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] ἐντροπαλός, ὁ πάντα καὶ πρὸς πάντας εὐλαβούμενος, καὶ πρᾶξαι καὶ εἰπεῖν (ὁ πάντα καταπληττόμενος, ὁ [[τοιοῦτος]] δὲ ἄπρακτος) [[ἐναντίον]] τοῦ [[ἀναίσχυντος]], ὧν [[μεσότης]] [[εἶναι]] ὁ [[αἰδήμων]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 14, Ἠθ. Ν. 3. 7, 2· ἄνθρωπον καταπλῆγα καὶ ἐν παντὶ καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐρυθριῶντα Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 372· «[[καταπλήξ]], ὁ καταπεπληγώς» Ἡσύχ.
|elnltext=καταπλήξ, gen. -ῆγος [καταπλήσσω] verbijsterd:. ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων... καταπλῆγες verbijsterd over diens misdaden Lys. 6.50. bedeesd, verlegen:. ὡς ὁ καταπλὴξ πάντα αἰδούμενος zoals een bedeesd persoon die voor alles terugdeinst Aristot. EN 1108a34. geneesk. onbeweeglijk, verlamd.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπλήξ:''' ῆγος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[перепуганный]], [[приведенный в ужас]] (ὑπὸ τῶν ἁμαρτημάτων Lys.);<br /><b class="num">2)</b> [[робкий]], [[стыдливый]], [[застенчивый]], Arst., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει πληγεί από [[έκπληξη]], [[κατάπληκτος]], σε Λυσ.<br /><b class="num">2.</b> [[ντροπαλός]], [[συνεσταλμένος]], [[σεμνός]], σε Αριστ.
|lsmtext='''καταπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει πληγεί από [[έκπληξη]], [[κατάπληκτος]], σε Λυσ.<br /><b class="num">2.</b> [[ντροπαλός]], [[συνεσταλμένος]], [[σεμνός]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταπλήξ:''' ῆγος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[перепуганный]], [[приведенный в ужас]] (ὑπὸ τῶν ἁμαρτημάτων Lys.);<br /><b class="num">2)</b> [[робкий]], [[стыдливый]], [[застенчивый]], Arst., Plut.
|lstext='''καταπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ καταπεπληγμένος, [[ὅστις]] τὰ πάντα φοβεῖται, ἔχων τὴν διάνοιαν ἐκπεπληγμένην, κ. καὶ ἄτολμος Πλούτ. 2, 7Β· κ. καὶ περιδεὴς [[αὐτόθι]] 814F· πρὸς τοὺς φόβους [[μαλακὸν]] [[ὄντα]] καὶ κ. ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 27· καταπλῆγες καὶ πτοίας ἀνάμεστοι Ἡλιόδ. 9. 5· ὁ Συνέσ. σ. 267D ἀντιτίθησι τοὺς καταπλῆγας τοῖς ἐρρωμένως ἐπιφερομένοις·― μὴ καταπλῆγες ὦσιν οἱ ἵπποι Αἰλ. π. Ζ. 16, 25, Ἁρποκρ.· ὁ συνεχῶς πεπληγμένος, ([[ὥστε]] ὁ [[νοῦς]] νὰ μὴ δύναται νὰ διακρίνῃ), (μετὰ τῆς ὑπὸ) ἀλλ᾿ ἐστὲ ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων καταπλῆγες διὰ τὸ [[πολλάκις]] [[ἰδεῖν]] καὶ ἀκοῦσαι… [[ὥστε]] οὐδὲ τὰ δεινὰ ἔτι δεινὰ δοκεῖ [[εἶναι]] Λυσ. 107, 34. 2) ὁ [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] ἐντροπαλός, ὁ πάντα καὶ πρὸς πάντας εὐλαβούμενος, καὶ πρᾶξαι καὶ εἰπεῖν (ὁ πάντα καταπληττόμενος, ὁ [[τοιοῦτος]] δὲ ἄπρακτος) [[ἐναντίον]] τοῦ [[ἀναίσχυντος]], ὧν [[μεσότης]] [[εἶναι]] ὁ [[αἰδήμων]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 14, Ἠθ. Ν. 3. 7, 2· ἄνθρωπον καταπλῆγα καὶ ἐν παντὶ καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐρυθριῶντα Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 372· «[[καταπλήξ]], ὁ καταπεπληγώς» Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=καταπλήξ, gen. -ῆγος [καταπλήσσω] verbijsterd:. ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων... καταπλῆγες verbijsterd over diens misdaden Lys. 6.50. bedeesd, verlegen:. ὡς ὁ καταπλὴξ ὁ πάντα αἰδούμενος zoals een bedeesd persoon die voor alles terugdeinst Aristot. EN 1108a34. geneesk. onbeweeglijk, verlamd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[καταπλήσσω]]<br /><b class="num">1.</b> [[stricken]] with [[amazement]], astounded, Lys.<br /><b class="num">2.</b> shy, [[bashful]], Arist.
|mdlsjtxt=[from [[καταπλήσσω]]<br /><b class="num">1.</b> [[stricken]] with [[amazement]], astounded, Lys.<br /><b class="num">2.</b> shy, [[bashful]], Arist.
}}
}}