Anonymous

καθίστημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>I.</b> <i>tr. (aux prés., impf.</i> καθίστην, <i>f.</i> καταστήσω, <i>ao.</i> κατέστησα, <i>pf.</i> [[καθέστακα]]) placer devant, présenter :<br /><b>1</b> κρητῆρα IL une coupe;<br /><b>2</b> arrêter : [[νῆα]] OD un navire ; <i>avec mouv.</i> transporter pour déposer : τινα Πύλονδε OD, [[ἐς]] Δῖον THC transporter qqn à Pylos, à Dion ; [[ἐς]] [[φῶς]] EUR produire à la lumière;<br /><b>3</b> disposer, établir, faire installer, acc. <i>en parl. de troupes</i> ; ἑαυτὸν [[εἰς]] κρίσιν THC se présenter en jugement ; <i>fig.</i> ἄρχοντα XÉN instituer un magistrat ; avec une prop. inf. : τύραννον εἶναί τινα HDT instituer qqn comme roi <i>ou</i> tyran ; <i>avec un</i> double rég. : τινα ἐπὶ [[τὰς]] ἀρχάς ISOCR porter qqn au pouvoir ; τινα [[εἰς]] ἀσφάλειαν ISOCR <i>ou</i> [[ἐν]] ἀκινδύνῳ XÉN mettre qqn en sûreté ; avec un adj. <i>ou</i> un part. : ἐντιμότερόν τινα XÉN rendre qqn plus honoré, le combler d'honneurs ; [[τι]] φανερόν THC rendre qch évident ; avec un inf. : τινα φεύγειν THC porter qqn à fuir (<i>propr.</i> le mettre en disposition de fuir);<br /><b>II.</b> <i>intr. (ao.2</i> κατέστην, <i>pf.</i> [[καθέστηκα]], <i>pqp.</i> καθειστήκειν, <i>f.ant.</i> [[καθεστήξω]]);<br /><b>1</b> se transporter : [[ἐς]] [[Ῥήγιον]] THC à Rhégium ; [[ἐπί]] τινα venir près de qqn, devant qqn;<br /><b>2</b> être posé, placé, se placer <i>en parl. de troupes ; fig.</i> s'établir, se constituer : [[ὅταν]] καταστῶσιν [[οἱ]] ἄρχοντες PLAT aussitôt que les archontes entrent en charge ; καταστῆναι [[εἰς]] ἔχθραν τινί ISOCR entrer en rivalité de haine avec qqn ; [[φύλαξ]] δε μου πιστὴ κατέστης SOPH tu es devenue pour moi une gardienne fidèle ; φονέα τινὸς καθεστάναι SOPH être devenu le meurtrier de qqn ; ὅσου κατέστη PLUT autant que cela a coûté (<i>propr.</i> autant que le prix auquel cela a été établi) ; <i>particul.</i> prendre <i>ou</i> reprendre son assiette, se fixer, devenir tranquille : κατέστη ὁ [[θόρυβος]] HDT le tumulte s'apaisa ; [[λέξον]] καταστάς ESCHL dis maintenant avec calme <i>litt.</i> ayant repris ton calme ; <i>p. suite, au pf.</i> avoir pris <i>ou</i> repris son assiette, être établi fermement : μαίνεσθαι καὶ [[ἔξω]] [[τοῦ]] καθεστηκότος [[εἶναι]] LUC être en démence et hors de son assiette ; καθεστῶτες νόμοι SOPH lois établies ; κατεστεὼς [[κόσμος]] HDT ordre établi ; τὰ καθεστῶτα SOPH l'état présente des affaires;<br /><i><b>Moy.</b></i> καθίσταμαι (<i>f.</i> καταστήσομαι, <i>ao.</i> κατεστησάμην);<br /><b>1</b> <i>tr.</i> établir : [[φρούρημα]] ESCHL une garde ; τύραννον HDT un tyran ; ἄρχοντας XÉN des chefs <i>ou</i> des magistrats;<br /><b>2</b> <i>intr. (seul. prés. et fut.)</i> s'établir, se mettre dans telle ou telle situation : [[ἄπαρνος]] οὐδενὸς καθίστατο SOPH il ne niait rien.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἵστημι]].
|btext=<b>I.</b> <i>tr. (aux prés., impf.</i> καθίστην, <i>f.</i> καταστήσω, <i>ao.</i> κατέστησα, <i>pf.</i> [[καθέστακα]]) placer devant, présenter :<br /><b>1</b> κρητῆρα IL une coupe;<br /><b>2</b> arrêter : [[νῆα]] OD un navire ; <i>avec mouv.</i> transporter pour déposer : τινα Πύλονδε OD, [[ἐς]] Δῖον THC transporter qqn à Pylos, à Dion ; [[ἐς]] [[φῶς]] EUR produire à la lumière;<br /><b>3</b> disposer, établir, faire installer, acc. <i>en parl. de troupes</i> ; ἑαυτὸν [[εἰς]] κρίσιν THC se présenter en jugement ; <i>fig.</i> ἄρχοντα XÉN instituer un magistrat ; avec une prop. inf. : τύραννον εἶναί τινα HDT instituer qqn comme roi <i>ou</i> tyran ; <i>avec un</i> double rég. : τινα ἐπὶ [[τὰς]] ἀρχάς ISOCR porter qqn au pouvoir ; τινα [[εἰς]] ἀσφάλειαν ISOCR <i>ou</i> [[ἐν]] ἀκινδύνῳ XÉN mettre qqn en sûreté ; avec un adj. <i>ou</i> un part. : ἐντιμότερόν τινα XÉN rendre qqn plus honoré, le combler d'honneurs ; [[τι]] φανερόν THC rendre qch évident ; avec un inf. : τινα φεύγειν THC porter qqn à fuir (<i>propr.</i> le mettre en disposition de fuir);<br /><b>II.</b> <i>intr. (ao.2</i> κατέστην, <i>pf.</i> [[καθέστηκα]], <i>pqp.</i> καθειστήκειν, <i>f.ant.</i> [[καθεστήξω]]);<br /><b>1</b> se transporter : [[ἐς]] [[Ῥήγιον]] THC à Rhégium ; [[ἐπί]] τινα venir près de qqn, devant qqn;<br /><b>2</b> être posé, placé, se placer <i>en parl. de troupes ; fig.</i> s'établir, se constituer : [[ὅταν]] καταστῶσιν [[οἱ]] ἄρχοντες PLAT aussitôt que les archontes entrent en charge ; καταστῆναι [[εἰς]] ἔχθραν τινί ISOCR entrer en rivalité de haine avec qqn ; [[φύλαξ]] δε μου πιστὴ κατέστης SOPH tu es devenue pour moi une gardienne fidèle ; φονέα τινὸς καθεστάναι SOPH être devenu le meurtrier de qqn ; ὅσου κατέστη PLUT autant que cela a coûté (<i>propr.</i> autant que le prix auquel cela a été établi) ; <i>particul.</i> prendre <i>ou</i> reprendre son assiette, se fixer, devenir tranquille : κατέστη ὁ [[θόρυβος]] HDT le tumulte s'apaisa ; [[λέξον]] καταστάς ESCHL dis maintenant avec calme <i>litt.</i> ayant repris ton calme ; <i>p. suite, au pf.</i> avoir pris <i>ou</i> repris son assiette, être établi fermement : μαίνεσθαι καὶ [[ἔξω]] [[τοῦ]] καθεστηκότος [[εἶναι]] LUC être en démence et hors de son assiette ; καθεστῶτες νόμοι SOPH lois établies ; κατεστεὼς [[κόσμος]] HDT ordre établi ; τὰ καθεστῶτα SOPH l'état présente des affaires;<br /><i><b>Moy.</b></i> καθίσταμαι (<i>f.</i> καταστήσομαι, <i>ao.</i> κατεστησάμην);<br /><b>1</b> <i>tr.</i> établir : [[φρούρημα]] ESCHL une garde ; τύραννον HDT un tyran ; ἄρχοντας XÉN des chefs <i>ou</i> des magistrats;<br /><b>2</b> <i>intr. (seul. prés. et fut.)</i> s'établir, se mettre dans telle ou telle situation : [[ἄπαρνος]] οὐδενὸς καθίστατο SOPH il ne niait rien.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἵστημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καθίστημι''': Α. ἐπὶ μεταβατ. σημασίας· τῆς μὲν ἐνεργ. φωνῆς ὁ ἐνεστ., ὁ παρατατ., ὁ ἀόρ. ά καὶ ὁ μέλλ., τῆς δὲ [[μέσης]] ὁ μέλλ. (Παυσ. 3. 5, 1), ὁ ἀόρ. ά καὶ [[ἐνίοτε]] ὁ ἐνεστ. (ἴδε κατωτ. Α. II. 2)· [[ὡσαύτως]] σπανιώτερον ὁ πρκμ. καθέστ­ᾰκα, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 38, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 54, Διόδ., κλ. (ἴδε τὸ ἁπλοῦν [[ἵστημι]]). Βάλλω ἢ στήνω εἰς τὸ [[μέσον]], κρητῆρα καθίστα, «εὐτρέπιζε, ἑτοίμαζε» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 202· νῆα κατάστησον, [[κάμε]] αὐτὴν νὰ σταθῇ, [[κάμε]] αὐτὴν νὰ πλησιάσῃ πρὸς τὴν γῆν, Ὀδ. Μ. 185· κατέστησαν δίφρους, ἐτοποθέτησαν αὐτοὺς κατὰ τάξιν [[ὅπως]] ὦσιν ἕτοιμοι διὰ τὸν ἀγῶνα τῆς ἁρματοδρομίας, Σοφ. Ἠλ. 710· ποῖ δεῖ καθιστάναι [[πόδα]]; Εὐρ. Βάκχ. 184, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 7, 22· - ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[λαῖφος]] κατεστήσαντο βοεῦσι, ἐστερέωσαν αὐτό, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 407.<br />2) [[φέρω]] εἴς τινα τόπον, [[κατάγω]], τούς μ’ ἐκέλευσα [[Πύλονδε]] καταστῆσαι, νὰ μὲ ἀνάγωσιν εἰς.., Ὀδ. Ν. 274· κ. τινὰ ἐς Νάξον Ἡροδ. 1. 64, πρβλ. Θουκ. 4. 78· [[πάλιν]] αὐτὸν κ. ἐς τὸ [[τεῖχος]] σῶν καὶ ὑγιᾶ ὁ αὐτ. 3. 34· κ. τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν [[πάλιν]] Ξεν. Ἀν. 1. 4, 13· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[πάλιν]], [[ἐπαναφέρω]], ἐς φῶς σὸν κατ. βίον Εὐρ. Ἄλκ. 362. - Παθ., οὐκ ἂν ἀντὶ πόνων [[χάρις]] καθίσταιτο, δὲν ἤθελεν ἀναγνωρισθῇ [[χάρις]] διὰ τοὺς κόπους ἡμῶν, Θουκ. 4. 86. 3) ἄγω τινὰ ἐνώπιόν τινος, ὥς μοι καταστήσῃς τὸν παῖδα ἐς ἔλεγχον Ἡροδ. 1. 209· ἴδε κατωτ. Β. Ι. β. ΙΙ. καθιστῶ, κατέστησεν ἐναντίαν τὴν φάλαγγα Ξεν. Ἀν. 1. 10, 10· τοποθετῶ, προφυλακὰς καταστήσαντας [[αὐτόθι]] 3 2, 1, κτλ. 2) [[διορίζω]], κατέστησεν τύραννον [[εἶναι]] παῖδα τὸν [[ἑωυτοῦ]] Ἡρόδ. 5. 94, πρβλ. 25· ἀλλὰ [[καθόλου]] [[ἄνευ]] τῆς ἀπαρ., κ. τινα ὕπαρχον [[αὐτόθι]] 7. 105· ἄλλον ἄρχοντα ἀντὶ [[αὐτοῦ]] Ξεν. Κύρ. 3. 1, 12, κτλ.· [[ὡσαύτως]], κατ. τινα εἰς ἀρχὴν Λυσ. 120. 30, κτλ., πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 352· ἐπὶ ἀρχὴν Ἰσοκρ. 260Α, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 672· [[ὡσαύτως]], κ. ἐγγυητὰς Ἡρόδ. 1. 196, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1064· δικαστάς, ἐπιμελητάς, νομοθέτας ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 917, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 9, κτλ.: - ἀκολούθως ἐπὶ ἀγώνων κ. τ. τ., γυμνικοὺς ἀγῶνας κ. Ἰσοκρ. 41Α· - οὕτω καὶ μετὰ μέσ. ἀορ., [[διορίζω]] δι’ ἐμαυτόν, [[ὁρίζω]], [[ἱδρύω]], τύραννον καταστήσασθαι παρὰ σφίσι αὐτοῖσι Ἡρόδ. 5. 92, 1· ἄρχοντας Ξεν. Ἀν. 3. 1, 39, κτλ.· - σπανίως μετ’ ἀπαρ., οἱ καθιστάντες μουσικῇ... παιδεύειν Πλάτ. Πολ. 410Β.<br /> β) ἰδίως ἐπὶ πραγμάτων ἀφορώντων τὴν πολιτείαν, [[εἰσάγω]], ἐγκαθιστῶ, καθιστῶ, [[ὁρίζω]], [[ἱδρύω]], νομοθετῶ, νόμους, τελετὰς Εὐρ. Ὀρ. 892, Βάκχ. 21, κτλ.· κατ. πολιτείαν, ὀλιγαρχίαν, κτλ., ὡς τὰ Λατ. ordinare, constituere rempublicam, Πλάτ., κλ., ἴδε Wolf. εἰς Λεπτ. σ. 229· ἀλλὰ καὶ βάλλω εἰς τάξιν, τακτοποιῶ, πολιτείαν Πλάτ. Πολ. 590Ε· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τοῦτο [[βουλευτήριον]] γῆς καθίσταμαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 706· τὴν Ἱππίου καθίσταμαι τυραννίδα Ἀριστοφ. Σφ. 502· καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην ᾗ αὐτῷ ἐδόκει Θουκ. 3. 35, πρβλ. 1. 76, 114., 8. 70· πρὸς ἐμὲ τὸ [[πρᾶγμα]] καταστήσασθαι, νὰ ἔλθῃ εἰς συνεννόησιν μετ’ ἐμοῦ, Δημ. 543. 15. - Παθ., ἡ... κατασταθεῖσα [[δύναμις]] Ἰσοκρ. 110C. 3) [[φέρω]] εἴς τινα κατάστασιν, κατ. τὸ [[σῶμα]], παρασκευάζειν τὸ [[σῶμα]] πρὸς χρῆσιν φαρμάκου, Ἱππ. 648. 40· οὕτω, κατ. δῆμον ἐς μοναρχίαν Εὐρ. Ἱκέτ. 352· κ. τινὰ ἐς ἀπόνοιαν Θουκ. 1. 82· ἐς φόβον ὁ αὐτ. 2. 81· ἐς ἀπορίαν ὁ αὐτ. 7. 75· εἰς ἀνάγκην Λυσ. 96. 33· εἰς αἰσχύνην Πλάτ. Σοφιστ. 230D· εἰς ἐρημίαν φίλων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 232D· εἰς ἀγῶνας ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 24C· τινὰ εἰς ἀσφάλειαν Ἰσοκρ. 107Β· τίνας εἰς ἀγῶνα καθέστακα; Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 38, Λυκοῦργ. 148. 4· ἀλλὰ καί, κατ. τινὰ ἐν κινδύνῳ Ἀντιφῶν 136. 26· τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Πλάτ. Μενέξ. 242A· τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ Ξεν. Κύρ. 4. 5, 28: - [[ὡσαύτως]], [[καθίστημι]] ἐμαυτὸν ἐς κρίσιν, [[ὑποβάλλω]] ἐμαυτὸν εἰς κρίσιν, νὰ τὸν κρίνωσι, Θουκ. 1. 131, πρβλ. Λυκοῦργ. 148. 26· ἀλλὰ, κατ. τινὰ εἰς τοὺς ἀρχικούς, θεωρεῖν τινα ὡς ἀνήκοντα εἰς τὴν τάξιν αὐτῶν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 9. 4) [[κάμνω]] ἢ καθιστῶ τινα τοιοῦτον, ψευδῆ γ’ ἐμαυτὸν Σοφ. Ἀντ. 547· τινὰ ἀμνήμονα, ἄπιστον Ἀντιφῶν 115. 29, Θουκ. 1. 68, κτλ.· κατ. τι φανερὸν ὁ αὐτ. 2. 42, πρβλ. 1. 32· ἐπίπονον τὸν βίον κατ. Ἰσοκρ. 211C· - καὶ μετὰ μετοχ., κλαίοντα καθιστάναι τινά, ἄγειν τινὰ εἰς δάκρυα, Εὐρ. Ἀνδρ. 635: - σπανίως μετ’ ἀπαρ., καθ. τινὰ φεύγειν, ποιεῖν τινα φεύγειν, Θουκ. 2. 84, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 283. - Μέσ., τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι Θουκ. 2. 89. 5) ἐπανορθῶ, ἀποκαθιστῶ, [[θεραπεύω]], ἃς (δηλ. τὰς κόρας τῶν ὀφθαλμῶν) οὐδ’ ὁ Μελάμπους... καταστήσειεν ἂν Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 2: - καὶ κατὰ μέσ. ἀόρ., καταστήσασθαι εὐδαιμονίαν Ἰσοκρ. 53Β. 6) τὴν ζόην καταστήσασθαι ἀπ’ ἔργων ἀνοσιωτάτων, πορίζεσθαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀπὸ ἀνοσιωτάτων ἔργων, Ἡρόδ. 8. 105. 7) [[κάμνω]], ἐξακολουθῶ, πάννυχοι.. διάπλοον καθίστασαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 382· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κρυφαῖον ἔκπλουν [[οὐδαμῆ]] καθίστατο [[αὐτόθι]] 385. Β. ἀμεταβ. ἐν ἀορ. β΄, πρκμ. καὶ ὑπερσ. τοῦ ἐνεργ. ([[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέλλ. [[καθεστήξω]], Θουκ. 3. 37, 102), καὶ ἐν ἅπασι τοῖς μέσοις χρόνοις (πλὴν τοῦ ἀορ. α΄), καὶ τῆς παθ.: - καθίσταμαι, ἐγκαθίσταμαι, ἐς τόπον Ἡρόδ. 3. 131· ὀδύναι ἐς [[ὑπογάστριον]] καθίσταντο Ἱππ. 1235C· ἐπὶ ἁρμῶν, ἐξίσταται καὶ καθ., ἐξαρθροῦται καὶ [[πάλιν]] εἰσέρχεται εἰς τὸν ἁρμόν, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 784· [[ἁπλῶς]], [[φθάνω]] εἴς τινα τόπον, ἐς Ρήγιον Θουκ. 3. 86· ἔχεις διδάξαι δή μ’ [[ὅποι]] καθέσταμεν; δύνασαι νά μοι εἴπῃς ποῦ ἐφθάσαμεν; Σοφ. Ο. Κ. 23. β) [[ἔρχομαι]] [[παρουσιάζομαι]] ἐνώπιόν τινος, ἵσταμαι ἐνώπιον [[αὐτοῦ]], Πινδ. Π. 4. 240· λέξον καταστὰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 295 (ἐκτὸς ἂν ληφθῇ ἐπὶ τῆς σημασ. 4), πρβλ. Ἡρόδ. 1. 151· κ. ἐς ὄψιν τινὸς ὁ αὐτ. 7. 29· καταστάντες ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας ἔλεγον ὁ αὐτ. 3. 46, πρβλ. 156· καταστὰς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]] ἔλεγε Θουκ. 4. 84· πρβλ. [[κατάστασις]] 1. 3. 2) τίθεμαι ὡς [[φρουρός]], Ἡρόδ. 7. 59, Σοφ. Ο. Κ. 355, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 19, κτλ.· διορίζομαι, [[γίνομαι]], [[δεσπότης]].. καθέστηκα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 142· [[στρατηλάτης]] [[νέος]] καταστὰς Εὐρ. Ἰκέτ. 1216· κατ. [[χορηγός]], [[στρατηγός]], κτλ., Ἀντιφῶν 142. 31, Ἰσοκρ., κλ.· οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 12· ἴδε ἐν λ. κομιδῇ. 3) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, ἀφίνω καθίζημα, κατακάθισμα, «καταπάτι», Ἱππ. 940C, 945F. 4) [[ἡσυχάζω]], καθίσταμαι [[γαλήνιος]], ἐπὶ ὕδατος, [[ὅταν]] ἡ [[λίμνη]] καταστῇ Ἀριστ. Ἱππ. 865· [[πνεῦμα]] λεῖον καὶ καθεστηκός, οὐχὶ σφοδρόν, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1003· ὁ [[θόρυβος]] κατέστη Ἡρόδ. 3. 80· ἕως τὸ [[πρᾶγμα]] κατασταίη Λυσ. 132. 8: - [[οὕτως]], ἐπὶ προσώπων, λέξον καταστάς, γενόμενος [[ἤρεμος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 295 (ἀλλ’ ἴδε ἀνωτ. 2)· πρβλ. [[καθεστηκότως]]· ἡ ψυχὴ καθίσταται Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 15· ὁρῶμεν τοὺς ἐνθουσιαστικούς... καθισταμένους ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 7, 4· καθεστῶτι προσώπῳ, μὲ ἤρεμον, γαλήνιον [[πρόσωπον]], Πλουτ. Φάβ. 17· μαίνεσθαι καὶ ἔξω τοῦ καθεστηκότος [[εἶναι]] Λουκ. Φιλοψ. - ἡ καθεστηκυῖα, τὸ τοῦ Κικέρωνος: constans actas, ἡ [[μέση]] [[ἡλικία]], Θουκ. 3. 36· οἱ καθεστηκότες, οἱ ἔχοντες τὴν μέσην ἡλικίαν, «μεσόκοποι», Ἱππ. Ἀφ. 1243. 5) ἐν τῷ πρκμ., καθίσταμαι, [[γίνομαι]], καὶ ἐν τῷ ἀορ. καὶ ὑπερσ., καθίσταμαι, [[ἔρχομαι]], πολέμιον ἀντὶ φίλου ἐμοὶ καταστῆναι Ἡρόδ. 1. 87· [[ἔμφρων]] καθίσταται Σοφ. Αἴ. 306· καταστῆναι τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν ἴησιν Ἱππ. 97Β· ἐκουσίως αὐτὸς εἰς κίνδυνον καταστὰς Ἀντιφῶν 118· 5· ἐς φόβον Ἡρόδ. 8. 12· ἐς [[δέος]], λύπην Θουκ. 4. 108., 7. 75· ἐς ἔχθραν τινὶ Ἰσοκρ. 202Δ· εἰς ὀμόνοιαν Λυσ. 151. εἰς συνήθειαν ἐποίησε τοῦ λόγου τούτου τὴν πόλιν καταστῆναι, ἔκαμε τὴν πόλιν νὰ συνηθίσῃ εἰς τὸν λόγον τοῦτον, Αἰσχίν. 23. 37· - [[ἀντιστασιώτης]] κατεστήκεε, εἶχε καταστῇ, εἶχε γείνῃ, Ἡρόδ. 1. 92, πρβλ. 9. 37· ἐν δείματι μεγάλῳ κατέστασαν 7. 138· καταστάντων σφι εὖ τῶν πρηγμάτων 7. 132, πρβλ. 2. 84· τίνι τρόπῳ καθέστατε; τί σᾶς ἔκαμε νὰ ἔλθητε νὰ σταθῆτε ἐδῶ; Σοφ. Ο. Τ. 10· φονέα με φησὶ.. καθεστάναι [[αὐτόθι]] 703· [[ἄπαρνος]] δ’ οὐδενὸς καθίστατο ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 435· κρυπτὸς καταστὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 1064· οἱ ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθεστῶτες, γενόμενοι, Ἀντιφῶν 115. 4· ἐν οἵῳ τρόπῳ ἡ τῶν Ἀθηναίων ἀρχὴ κατέστη, πῶς ἐγένετο, πῶς ἦλθεν εἰς ὕπαρξιν, Θουκ. 1. 97, πρβλ. 96· ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου (δηλ. τοῦ πολέμου), ἐκ τῆς πρώτης [[αὐτοῦ]] ἀρχῆς, Θουκ. 1. 1. 6) [[γίνομαι]], ὁρίζομαι, καθίσταμαι ἐπικρατῶ, [[ὑπάρχω]], καί σφι μαντήϊον Διὸς κατεστήκεε Ἡρόδ. 2. 29· ἄγραι.. πολλαὶ κατεστέασιν [[αὐτόθι]] 70, πρβλ. 1. 200· ὅδε σφι [[νόμος]] κατεστήκεε 1. 197· βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν [[νόμος]] Εὐρ. Ἱππ. 91· μετ’ ἀπαρ., θεὸν Ἀμφιάραον πρώτοις Ὠρωπίοις κατέστη νομίζειν Παυσ. 1. 34, 2: - [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῇ μετοχ. πρκμ., ὑπάρχων, ὡρισμένος, ἐπικρατῶν, νενομοθετημένος, τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Ἡρόδ. 1. 65· ἦν κατεστηκὸς οὐδὲν περὶ φόρου ὁ αὐτ. 3. 89· τοὺς κατεστεῶτας τριακοσίους, ὁ αὐτ. 7. 205· οἱ κατεστῶτες νόμοι Σοφ. Ἀντ. 1113, Ἀριστοφ. Νεφ. 1400· τὰ [[καθεστῶτα]], ἡ παροῦσα [[κατάστασις]] τῶν πραγμάτων τοῦ βίου, καὶ [[μάντις]] οὐδεὶς τῶν καθεστώτων βροτοῖς Σοφ. Ἀντ. 1160· [[ὡσαύτως]], ὑπάρχοντες νόμοι, τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα, τὸ [[πολίτευμα]], Πλάτ. Νόμ. 798Β, Ἰσοκρ. 151Β· τὰ κατεστεῶτα Ἡρόδ. 1. 59. 7) ἐπὶ ἀγορᾶς, πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν, περισσότερον παρ’ ὅ, τι «ἐστοίχισαν» εἰς ἐμέ, Ἀνδοκ. 2. 11. 8) ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, [[πρός]] τινα Πολύβ. 25. 2, 5· - [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., Τιτήνεσσι [[κατέσταθεν]] Ἡ. Θ. 674. Γ. ὁ μέσ. ἀόρ. α΄ καὶ [[ἐνίοτε]] ὁ μέσ. ἐνεστ. τίθενται ἔστιν ὅτε ἐπὶ μεταβατ. ἐννοίας, ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. 2, κἑξ.
|elnltext=καθ-ίστημι act. en med. met acc., causat., Ion. κατίστημι; sigm. aor. κατέστησα en med. κατεστησάμην, aor. pass. κατεστάθην; fut. καταστήσω, fut. pass. κατασταθήσομαι doen staan, neerzetten:; κρητῆρα... κάθιστα zet een mengvat neer Il. 9.202; νῆα κατάστησον zet het schip aan land Od. 12.185; κ. πόδα de voet neerzetten Eur. Ba. 184; (terug)zetten, (terug)brengen:. μ ( ε ) Πύλονδε καταστῆσαι mij in Pylos aan land zetten Od. 13.274; πρὶν ἐς φῶς σὸν καταστῆσαι βίον voordat ik jouw leven naar het licht (d.w.z. in veiligheid) heb gebracht Eur. Alc. 362; πάλιν αὐτὸν καταστήσειν ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾶ dat hij hem veilig en ongedeerd terug zou laten gaan naar het fort Thuc. 3.34.3; κ. ἐς ἔλεγχόν τινα iem. voor gerechtelijk onderzoek voorgeleiden Hdt. 1.209.5; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν zich beschikbaar stellen voor onderzoek Thuc. 1.131.2. aanstellen:; τύραννον καταστησάμενοι παρὰ σφίσι αὐτοῖσι nadat ze bij henzelf een alleenheerser hadden aangesteld Hdt. 5.92.α 2; εἰς τὸ προσφέρειν... καθίσταται hij wordt aangesteld om op te dragen NT Hebr. 8.3; met inf. van doel:; κατέστησε τύραννον εἶναι παῖδα τὸν ἑωυτοῦ hij stelde zijn eigen zoon aan om alleenheerser te zijn Hdt. 5.94.1; κυβερνᾶν κατασταθείς aangesteld om te sturen Xen. Mem. 1.7.3; instellen:; νόμους κ. wetten instellen Eur. Or. 892; οἱ καθιστάντες μουσικῇ... παιδεύειν degenen die muzikale opvoeding hebben ingesteld Plat. Resp. 410b; ook med.:; τοῦτο βουλευτήριον... φρούρημα γῆς καθίσταμαι deze raad stel ik in als bescherming van ons land Aeschl. Eum. 706; ( milit. ) opstellen:. εἰς τὸ αὐτὸ σχῆμα κατέστησεν ἀντίαν τὴν φάλαγγα hij stelde zijn falanx in dezelfde formatie ertegenover op Xen. An. 1.10.10. (in een bepaalde toestand) brengen, in orde brengen, regelen:; καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην ᾗ αὐτῷ ἐδόκει hij regelde de situatie bij Mytilene naar eigen inzicht Thuc. 3.35.2; met dubbele acc.:; ψευδῆ γ’ ἐμαυτὸν οὐ καταστήσω ik zal mijzelf niet tot leugenaar maken Soph. Ant. 657; ἄφωνον καθιστᾶσι καὶ ἄφρονα τὸν ἄνθρωπον zij maken de mens stom en dom Hp MS 10; κ. ἐς ἀπορίαν iem. tot radeloosheid brengen Thuc. 7.75.4; κ. εἰς ἀνάγκην in een noodsituatie brengen Lys. 3.3; met inf.:; κ. τινὰ φεύγειν iem. doen vluchten Thuc. 2.84; met acc. en ptc.: κλαίοντα κ. τινά iem. tot tranen brengen Eur. Andr. 635. tot stand brengen:. πάννυχοι... διάπλουν καθίστασαν de hele nacht lieten zij de schepen op en neer varen Aeschl. Pers. 382; τὴν ζόην καταστήσατο ἀπ’ ἔργων ἀνοσιωτάτων hij verdiende de kost met de meest gruwelijke praktijken Hdt. 8.105.1; τοῖς Λακεδαιμονίοις οὐκ ἂν... χάρις καθίσταιτο aan de Spartanen zal zeker geen dank gebracht worden Thuc. 4.86.5. intrans., Ion. κατίσταμαι; met stamaor. κατέστην of θη - aor. κατεστάθην; perf. καθέστηκα, Ion. κατέστηκα; fut. perf. καθεστήξω zich vestigen, ergens komen, met prep.:; κ. ἐς ὄψιν voor iem. verschijnen Hdt. 7.29.1; κ. ἐς Ῥήγιον zich in Rhegium vestigen Thuc. 3.86.5; καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε hij verscheen in de volksvergadering en sprak Thuc. 4.84.2; perf. zich bevinden: ὅποι καθέσταμεν waar wij ons bevinden. Soph. OC 23. aantreden:; δεσπότης καθέστηκα ik sta hier als jullie meester Eur. HF 142; ὅταν καταστῶσιν οἱ ἄρχοντες wanneer de regeerders zijn aangetreden Plat. Resp. 543b; milit. perf. opgesteld staan:; φρουρὴ ἐν αὐτῷ κατεστήκεε daar stond een grenspost opgesteld Hdt. 7.59.1; overdr.:; οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς de adviseurs vormen een tegenwicht tegen de leden van de raad Aristot. Pol. 1299b 37; perf. vastgesteld zijn, vaststaan:; οἱ καθεστῶτες νόμοι de bestaande wetten Soph. Ant. 1113; βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν νόμος de wet die voor de stervelingen vast staat Eur. Hipp. 91; ἐν τῇ καθεστηκυῖᾳ ἡλικίᾳ in de kracht van ons leven Thuc. 2.36.3; zijn:; οἱ μὲν γὰρ ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστᾶσι sommigen zijn oogartsen Hdt. 2.84; φονέα με φησί... καθεστάναι hij beweert dat ik de moordenaar ben Soph. OT 703; τίνι τρόπῳ καθέστατε; in welke toestand bevinden jullie je? Soph. OT 10; ptc. subst.: τὰ καθεστῶτα de toestand Soph. Ant. 1160; οἱ καθεστηκότες de mannen van middelbare leeftijd Hp. Aph. 1.13; τὰ τότε καθεστῶτα de toenmalige gebruiken Plat. Lg. 798b; ἔξω... τοῦ καθεστηκότος buiten zinnen Luc. 34.5. (in een bepaalde situatie) komen, worden:; φύλαξ δέ μου πιστὴ κατέστης jij bent een trouwe wachter voor mij gebleken Soph. OC 356; ἀνάγκη ἄν εἴη τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι dan zou het onvermijdelijk zijn dat de zeeslag in een veldslag veranderde Thuc. 2.89.8; geneesk.:; οὖρα... οὐδὲν καθισταμένα de urine zonder bezinksel Hp. Epid. 1.2; met gen.:; πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν meer dan de prijs waarop het (het timmerhout) mij was komen te staan And. 2.11; met prep.:; ἀντὶ φίλου πολέμιον κ. van vriend tot vijand worden Hdt. 1.87.3; ἐν ἀσφαλεῖ καθίσταιντο αὐτῶν αἱ ἀπολογίαι dat hun verdediging dan een veilige basis heeft Hp MS 2; ἐς μάχην κ. in gevecht raken Hdt. 3.45.2; ἐς φόβον καταστάντων aan angst ten prooi gevallen Thuc. 2.81.6; ook met aor. pass.:; οἳ τότε Τιτήνεσσι κατέσταθεν ἐν δαῒ λυγρῇ die toen in een fel gevecht belandden met de Titanen Hes. Th. 674; als perifrase:; ἄπαρνος δ’ οὐδενὸς καθίστατο zij ontkende niets Soph. Ant. 435; κρυπτὸς καταστάς zich verborgen hebbend Eur. Andr. 1064; pregn.: tot rust komen, bedaren:; λέξον καταστάς spreek wanneer je tot rust gekomen bent Aeschl. Pers. 295; ἐπείτε δὲ κατέστη ὁ θόρυβος toen het rumoer bedaard was Hdt. 3.80.1; πνεῦμα... καθεστηκός een rustige wind Aristoph. Ran. 1003; geneesk. herstellen:. ἢν μὲν ἐν μηνὶ καθιστῆται als men in een maand herstelt Hp. Vict. 3.76; τὸ οἴδημα μὴ καθιστάμενον als de zwelling niet slinkt Hp. Prog. 7. tot stand komen, ontstaan:. εὐθὺς καθισταμένου meteen bij het uitbreken (van de oorlog) Thuc. 1.1.1.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθίστημι:''' ион. κᾰτίστημι (для перех. - impf. καταστήσω, aor. [[κατέστησα]]; для неперех. - aor. 2 [[κατέστην]], pf. [[καθέστηκα]], ppf. καθειστήκειν, fut. 3 [[καθεστήξω]]; med.: для перех. - praes. καθίσταμαι, fut. καταστήσομαι, aor. καταστεσάμην; для неперех. - только praes. и fut.)<br /><b class="num">1)</b> [[ставить]], [[подавать]] (на стол) (κρητῆροι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[ставить]], [[устанавливать]] (для старта) (δίφρους Soph.): κατεστήσαντο βοεῦσι (sc. [[λαῖφος]]) HH (мореплаватели) поставили парус с помощью ремней;<br /><b class="num">3)</b> [[останавливать]] ([[νῆα]] Hom.): τὸ ἠρεμίζεσθαι καὶ καθίστασθαι Arst. успокоение и остановка;<br /><b class="num">4)</b> помещать, приводить, привозить, доставлять, тж. направлять (τινὰ [[Πύλονδε]], τινὰ ἐς Νάξον Hom.; τινά τινι ἐς ἔλεγχον Her.; τοὺς Ἓλληνας εἰς Ἰωνίαν [[πάλιν]] κ. Xen.; τὰ [[ὅμηρα]] εἰς Ῥώμην Polyb.; τὸν στρατὸν εἰς Ἀρμενίαν Plut.): [[ποῖ]] [[δεῖ]] κ. [[πόδα]]; Eur. куда направить (свои) стопы?; κ. τινὰ εἰς ἀγῶνας Plut. привлекать кого-л. к судебной ответственности; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν Thuc. предстать самому (добровольно) перед судом; ἐς [[φῶς]] τὸν βίον τινὸς κ. Eur. вернуть на (дневной) свет, т. е. воскресить кого-л.; [[ἡμῖν]] οὐκ ἂν ἀντὶ πόνων [[χάρις]] καθίσταιτο Thuc. нам (лакедемонянам) эти труды не доставили бы никакой благодарности;<br /><b class="num">5)</b> [[ставить]], [[расставлять]], [[выставлять]] (προφύλακας Xen.): κ. τὴν φάλαγγα Xen. выстраивать войско;<br /><b class="num">6)</b> [[выставлять]], [[предлагать]], [[давать]] (τὴν σαὐτοῦ σωφροσύνην [[παράδειγμα]] τοῖς ἄλλοις Isocr.);<br /><b class="num">7)</b> тж. med. [[назначать]] (τινὰ ὕπαρχον и τινὰ ὕπαρχον εἶναι Her.; ἐγγυητάς τινι Arph., Plat.; ἄλλον ἄρχοντα Xen.; τινὰ εἰς [[ἀρχήν]] Lys. или ἐπὶ [[ἀρχήν]] Isocr.; νομοθέτας Arph.; τινὰ ἱερέα Arst.; τινὰ ἐπὶ τῆς θεραπείας [[αὐτοῦ]] NT; εἰς τὴν ἐσνάτην χώραν κατασταθεὶς [[ὑπό]] τινος Plut.): καθίστασθαι τοὺς ἄρχοντας Xen. назначить себе, т. е. избрать начальников;<br /><b class="num">8)</b> [[устанавливать]], [[учреждать]], [[вводить]] (νόμους Eur., Arst.; τελετάς Eur.; ἀγῶνας Isocr.; τὴν Ἱππίου τυραννίδα Arph.; ὀλιγαρχίαν, πολιτείαν Plat., Arst.);<br /><b class="num">9)</b> [[предпринимать]] (κρυφαῖον ἔκπλουν Aesch.);<br /><b class="num">10)</b> [[относить]], [[причислять]] (τινὰς εἰς τοὺς ἀρχικούς Xen.);<br /><b class="num">11)</b> [[ставить]] (в какое-л. положение), приводить (в какое-л. состояние): κ. τινὰ ἐς ἀπορίαν Plat. приводить кого-л. в смущение; κ. τινὰ ἐς φόβον Thuc. приводить кого-л. в ужас; κ. τινὰ ἐν ἀκινδύνῳ Xen. или εἰς ἀσφάλειαν Isocr. поставить кого-л. в безопасное положение; εἰς διαβολὰς καὶ κινδύνους καταστῆσαί τινα Lys. возвести на кого-л. грозное обвинение; ἐντιμότερόν τινα κ. Xen. осыпать кого-л. почестями; κλαίοντά τινα κ. Eur. заставлять кого-л. плакать; τινὰ φεύγειν κ. Thuc. обращать кого-л. в бегство; φανερόν τι κ. Thuc. наглядно показывать что-л.; ἐς τὸ φανερόν τινα κ. Xen. высоко вознести кого-л.; κ. τινὰ εἰς ἐρημίαν [[φίλων]] Plat. лишать кого-л. общества друзей; [[ψευδῆ]] ἑαυτὸν κ. πόλει Soph. показать себя лжецом перед городом; τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι Thuc. превратить (свое) морское сражение в сухопутное; τὴν ζόην καταστήσασθαι [[ἀπό]] τινος Her. снискивать себе пропитание чем-л.; καταστῆσαι τὸν ἀκροατὴν εἰς τὰ [[πάθη]] Arst. разжечь страсти в слушателе; ἐλεεινὸν κ. ἑαυτόν Arst. возбудить сострадание к себе; εἰς βίον ἄτυφον κ. ἑαυτόν Plut. зажить непритязательной жизнью; [[ἀπωτάτω]] κ. τινος Plut. увести далеко от чего-л.;<br /><b class="num">12)</b> [[повергать]], [[ввергать]] (τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Plat.; εἰς συμφοράς Isocr.; τινὰ εἰς κινδύνους Anth.);<br /><b class="num">13)</b> [[приходить]], [[прибывать]], [[поселяться]] (ἐς Αἴγιναν Her.; ἐς [[Ῥήγιον]] Thuc.): [[ὅποι]] [[καθέσταμεν]]; Soph. куда мы прибыли?;<br /><b class="num">14)</b> [[быть выставляемым]] (οὐδὲ φυλακὴ [[οὐδεμία]] καθειστήκει Xen.);<br /><b class="num">15)</b> [[быть назначаемым]]: [[στρατηλάτης]] καταστάς Eur. назначенный полководцем;<br /><b class="num">16)</b> тж. med. [[становиться]] ([[ἐχθρός]] τινος καθίσταμαι NT; ἀντὶ φίλου [[πολέμιον]] κ. Her.): [[φύλαξ]] δέ μου πιστὴ κατέστης Soph. ты стала верным моим стражем;<br /><b class="num">17)</b> тж. med. [[приходить]] (в какое-л. состояние), вступать (ἐς πόλεμόν τινι Eur., Arst., Plut.; εἰς μάχην Her., Plut.; εἰς διαφορὰν πρός τινα Plut.): κ. ἐς τὴν βασιλείαν Xen. вступать на престол; κ. ἐς φόβον Her. приходить в ужас; κ. ἐς λύπην Thuc. впадать в уныние, опечаливаться; τίνι τρόπῳ καθέστατε; Soph. в каком вы положении?, что с вами?; ἐν οἵῳ τρόπῳ κατέστη; Thuc. как (это) возникло?; [[ἄπαρνος]] καθίστασθαί τινος Soph. отрицать что-л.;<br /><b class="num">18)</b> [[успокаиваться]], [[униматься]] (ὁ [[θόρυβος]] κατέστη Her.; ἡ [[στάσις]] κατέστη Arst.): [[ὅταν]] ἡ [[λίμνη]] καταστῇ Arph. когда озеро спокойно; [[ἕως]] τὰ πράγματα κατασταίη Lys. пока дела не уладятся; [[νόσημα]] κατέστη [[αὐτόματον]] Arst. болезнь сама собой прекратилась; [[ὅταν]] νοσῶν τις καταστῇ Arst. когда какой-л. больной выздоровеет; [[πνεῦμα]] καθεστηκός Arph. спокойный ветер; [[θάλασσα]] καθεστηκυῖα Polyb. спокойное море; καθεστῶτι προσώπῳ Plut. со спокойным выражением лица; καθεστηκυῖα [[ἡλικία]] Plat. спокойный (зрелый) возраст; καθεστηκυῖα [[τιμή]] Dem. установившаяся цена; [[ἔξω]] τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc. быть вне себя;<br /><b class="num">19)</b> (как pf.-praes.) быть: ὁ κατεστεὼς [[κόσμος]] Her. установленный, т. е. существующий (государственный) строй; τὰ [[καθεστῶτα]] Plat. или καθεστῶτες νόμοι Soph. существующие законы; τὰ [[καθεστῶτα]] Arst. сложившиеся обстоятельства; τὸ γίγνεσθαι καὶ ἀπόλλυσθαι ταὐτὸν καθέστηκε τῷ ἀλλοιοῦσθαι Arst. возникновение и исчезновение есть то же самое, что изменение.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''καθίστημι:''' Με μτβ. [[σημασία]]· στην Ενεργ., ενεστ., παρατ., μέλ.· στην Μέσ., αόρ. αʹ και μερικές φορές ενεστ.·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[στήνω]], [[εγκαθιστώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[νῆα]] κατάστησον, σταμάτησέ το, φέρτο προς την [[ξηρά]], σε Ομήρ. Οδ.· κ. [[δίφρον]], τον τοποθέτησε, τον στάθμευσε, [[πριν]] από την [[έναρξη]] της αρματοδρομίας, σε Σοφ. — Μέσ., ([[λαῖφος]]) <i>κατεστήσαντο</i>, στερέωσαν τα πανιά, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">2.</b> [[τακτοποιώ]], [[εγκαθιστώ]] σ' ένα [[μέρος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[επαναφέρω]], ἐς [[φῶς]] σὸν κατ. βίον, σε Ευρ. — Παθ., οὐκ ἂν [[χάρις]] καθίσταιτο, δεν θα αναγνωρίζονταν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[οδηγώ]] ενώπιον άρχοντα ή βασιλιά, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για στρατιώτες, [[τοποθετώ]] στη [[σειρά]], [[παρατάσσω]], [[τοποθετώ]] αυτούς ως [[φρουρά]], ως φύλακες, σε Ξεν. <b>2. α)</b> [[προστάζω]], [[διορίζω]], [[τοποθετώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· Μέσ. αόρ. αʹ, [[διορίζω]] τον εαυτό μου, ορίζομαι, [[ιδρύω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. <b>β)</b> [[ιδίως]], λέγεται για πολιτικές εισηγήσεις, [[ιδρύω]], [[νομοθετώ]], [[εισάγω]], <i>νόμους</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>κατ. πολιτείαν</i>, Λατ. constituere rempublicam, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., [[φρούρημα]] γῆςκαθίσταμαι, σε Αισχύλ.· <i>καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[οδηγώ]], [[φέρνω]] κάποιον σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], <i>κατ. δῆμον ἐς μοναρχίαν</i>, σε Ευρ.· <i>κ. τινα ἐς ἀπόνοιαν</i>, <i>ἐς φόβον</i>, <i>ἐς ἀπορίαν</i>, σε Θουκ.· ομοίως, <i>κ. τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ</i>, σε Ξεν.· επίσης, <i>κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν</i>, [[θέτω]] τον εαυτό μου στην [[κρίση]] των άλλων, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> κάνω ή [[καθιστώ]] κάποιον τέτοιου είδους, κ. τινα [[ψευδῆ]], σε Σοφ.· <i>ἄπιστον</i>, σε Θουκ.· [[σπανίως]] με απαρ., <i>καθ. τινα φεύγειν</i>, κάνω κάποιον να το βάλει στα πόδια, να τραπεί σε [[φυγή]], στον ίδ. — Μέσ., <i>τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τὴν ζόην καταστήσασθαι ἀπ' ἔργων ἀνοσιωτάτων</i>, [[βγάζω]] τα προς το ζην μέσω ανόσιων, ανίερων πράξεων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> κάνω, [[εξακολουθώ]], σε Αισχύλ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. <b>Β.</b> αμτβ. σε Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. (επίσης με μέλ. [[καθεστήξω]]), και σε όλους τους χρόνους της Μέσ. ([[εκτός]] από τον αόρ. αʹ) και σε όλους της Παθ.· <b>1. α)</b> τίθεμαι, τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι, [[φθάνω]], <i>ἐς τόπον</i>, σε Ηρόδ., Σοφ. <b>β)</b> [[παρουσιάζομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[στέκομαι]] ενώπιόν του, σε Ηρόδ.· καταστὰς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]] ἔλεγε, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι ως [[φρουρός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· διορίζομαι, [[γίνομαι]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]], είμαι [[γαλήνιος]], [[στάσιμος]], λέγεται για το [[νερό]], σε Αριστοφ.· ομοίως επίσης, [[πνεῦμα]] καθεστηκός, στον ίδ.· ὁ [[θόρυβος]] κατέστη, έπεσε, μειώθηκε, ελαττώθηκε, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται και για πρόσωπα, <i>καταστάς</i>, [[ήρεμος]], [[ήσυχος]], σε Αισχύλ.· ἡ καθεστηκυῖα [[ἡλικία]], η [[μέση]] [[ηλικία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> σε παρακ., [[έρχομαι]] σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], [[γίνομαι]], και σε αόρ. βʹ και υπερσ., είμαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καταστάντων εὖ [[τῶν]] πρηγμάτων, [[καλώς]] εχόντων των πραγμάτων, στον ίδ.· <i>τίνι τρόπῳ καθέστατε;</i> με ποιο τρόπο ήρθατε; σε Σοφ.· <i>ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου</i> (ενν. <i>τοῦ πολέμου</i>), από το ξεκίνημά του, από την [[αρχή]] του, σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> θεσπίζομαι, εισάγομαι ή ιδρύομαι, [[επικρατώ]], [[υπάρχω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως μτχ. παρακ., αυτός που είναι, αυτός που υπάρχει, που υφίσταται, που είναι θεσπισμένος, αυτός που επικρατεί, τὸν [[νῦν]] κατεστεῶτα κόσμον, στον ίδ.· <i>οἱ καθεστῶτες νόμοι</i>, σε Σοφ.· τὰ [[καθεστῶτα]], η παρούσα [[κατάσταση]] των πραγμάτων στην [[ζωή]], στον ίδ.· ομοίως και, <i>τὰ κατεστεῶτα</i>, οι υπάρχοντες νόμοι, τα καθεστώτα ήθη κι έθιμα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> Παθ., [[αντιτίθεμαι]], [[εναντιώνομαι]], Τιτήνεσσι [[κατέσταθεν]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''καθίστημι:''' Με μτβ. [[σημασία]]· στην Ενεργ., ενεστ., παρατ., μέλ.· στην Μέσ., αόρ. αʹ και μερικές φορές ενεστ.·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[στήνω]], [[εγκαθιστώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[νῆα]] κατάστησον, σταμάτησέ το, φέρτο προς την [[ξηρά]], σε Ομήρ. Οδ.· κ. [[δίφρον]], τον τοποθέτησε, τον στάθμευσε, [[πριν]] από την [[έναρξη]] της αρματοδρομίας, σε Σοφ. — Μέσ., ([[λαῖφος]]) <i>κατεστήσαντο</i>, στερέωσαν τα πανιά, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">2.</b> [[τακτοποιώ]], [[εγκαθιστώ]] σ' ένα [[μέρος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[επαναφέρω]], ἐς [[φῶς]] σὸν κατ. βίον, σε Ευρ. — Παθ., οὐκ ἂν [[χάρις]] καθίσταιτο, δεν θα αναγνωρίζονταν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[οδηγώ]] ενώπιον άρχοντα ή βασιλιά, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για στρατιώτες, [[τοποθετώ]] στη [[σειρά]], [[παρατάσσω]], [[τοποθετώ]] αυτούς ως [[φρουρά]], ως φύλακες, σε Ξεν. <b>2. α)</b> [[προστάζω]], [[διορίζω]], [[τοποθετώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· Μέσ. αόρ. αʹ, [[διορίζω]] τον εαυτό μου, ορίζομαι, [[ιδρύω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. <b>β)</b> [[ιδίως]], λέγεται για πολιτικές εισηγήσεις, [[ιδρύω]], [[νομοθετώ]], [[εισάγω]], <i>νόμους</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>κατ. πολιτείαν</i>, Λατ. constituere rempublicam, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., [[φρούρημα]] γῆςκαθίσταμαι, σε Αισχύλ.· <i>καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[οδηγώ]], [[φέρνω]] κάποιον σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], <i>κατ. δῆμον ἐς μοναρχίαν</i>, σε Ευρ.· <i>κ. τινα ἐς ἀπόνοιαν</i>, <i>ἐς φόβον</i>, <i>ἐς ἀπορίαν</i>, σε Θουκ.· ομοίως, <i>κ. τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ</i>, σε Ξεν.· επίσης, <i>κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν</i>, [[θέτω]] τον εαυτό μου στην [[κρίση]] των άλλων, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> κάνω ή [[καθιστώ]] κάποιον τέτοιου είδους, κ. τινα [[ψευδῆ]], σε Σοφ.· <i>ἄπιστον</i>, σε Θουκ.· [[σπανίως]] με απαρ., <i>καθ. τινα φεύγειν</i>, κάνω κάποιον να το βάλει στα πόδια, να τραπεί σε [[φυγή]], στον ίδ. — Μέσ., <i>τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τὴν ζόην καταστήσασθαι ἀπ' ἔργων ἀνοσιωτάτων</i>, [[βγάζω]] τα προς το ζην μέσω ανόσιων, ανίερων πράξεων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> κάνω, [[εξακολουθώ]], σε Αισχύλ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. <b>Β.</b> αμτβ. σε Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. (επίσης με μέλ. [[καθεστήξω]]), και σε όλους τους χρόνους της Μέσ. ([[εκτός]] από τον αόρ. αʹ) και σε όλους της Παθ.· <b>1. α)</b> τίθεμαι, τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι, [[φθάνω]], <i>ἐς τόπον</i>, σε Ηρόδ., Σοφ. <b>β)</b> [[παρουσιάζομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[στέκομαι]] ενώπιόν του, σε Ηρόδ.· καταστὰς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]] ἔλεγε, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι ως [[φρουρός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· διορίζομαι, [[γίνομαι]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]], είμαι [[γαλήνιος]], [[στάσιμος]], λέγεται για το [[νερό]], σε Αριστοφ.· ομοίως επίσης, [[πνεῦμα]] καθεστηκός, στον ίδ.· ὁ [[θόρυβος]] κατέστη, έπεσε, μειώθηκε, ελαττώθηκε, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται και για πρόσωπα, <i>καταστάς</i>, [[ήρεμος]], [[ήσυχος]], σε Αισχύλ.· ἡ καθεστηκυῖα [[ἡλικία]], η [[μέση]] [[ηλικία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> σε παρακ., [[έρχομαι]] σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], [[γίνομαι]], και σε αόρ. βʹ και υπερσ., είμαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καταστάντων εὖ [[τῶν]] πρηγμάτων, [[καλώς]] εχόντων των πραγμάτων, στον ίδ.· <i>τίνι τρόπῳ καθέστατε;</i> με ποιο τρόπο ήρθατε; σε Σοφ.· <i>ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου</i> (ενν. <i>τοῦ πολέμου</i>), από το ξεκίνημά του, από την [[αρχή]] του, σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> θεσπίζομαι, εισάγομαι ή ιδρύομαι, [[επικρατώ]], [[υπάρχω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως μτχ. παρακ., αυτός που είναι, αυτός που υπάρχει, που υφίσταται, που είναι θεσπισμένος, αυτός που επικρατεί, τὸν [[νῦν]] κατεστεῶτα κόσμον, στον ίδ.· <i>οἱ καθεστῶτες νόμοι</i>, σε Σοφ.· τὰ [[καθεστῶτα]], η παρούσα [[κατάσταση]] των πραγμάτων στην [[ζωή]], στον ίδ.· ομοίως και, <i>τὰ κατεστεῶτα</i>, οι υπάρχοντες νόμοι, τα καθεστώτα ήθη κι έθιμα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> Παθ., [[αντιτίθεμαι]], [[εναντιώνομαι]], Τιτήνεσσι [[κατέσταθεν]], σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθίστημι:''' ион. κᾰτίστημι (для перех. - impf. καταστήσω, aor. [[κατέστησα]]; для неперех. - aor. 2 [[κατέστην]], pf. [[καθέστηκα]], ppf. καθειστήκειν, fut. 3 [[καθεστήξω]]; med.: для перех. - praes. καθίσταμαι, fut. καταστήσομαι, aor. καταστεσάμην; для неперех. - только praes. и fut.)<br /><b class="num">1)</b> [[ставить]], [[подавать]] (на стол) (κρητῆροι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[ставить]], [[устанавливать]] (для старта) (δίφρους Soph.): κατεστήσαντο βοεῦσι (sc. [[λαῖφος]]) HH (мореплаватели) поставили парус с помощью ремней;<br /><b class="num">3)</b> [[останавливать]] ([[νῆα]] Hom.): τὸ ἠρεμίζεσθαι καὶ καθίστασθαι Arst. успокоение и остановка;<br /><b class="num">4)</b> помещать, приводить, привозить, доставлять, тж. направлять (τινὰ [[Πύλονδε]], τινὰ ἐς Νάξον Hom.; τινά τινι ἐς ἔλεγχον Her.; τοὺς Ἓλληνας εἰς Ἰωνίαν [[πάλιν]] κ. Xen.; τὰ [[ὅμηρα]] εἰς Ῥώμην Polyb.; τὸν στρατὸν εἰς Ἀρμενίαν Plut.): [[ποῖ]] [[δεῖ]] κ. [[πόδα]]; Eur. куда направить (свои) стопы?; κ. τινὰ εἰς ἀγῶνας Plut. привлекать кого-л. к судебной ответственности; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν Thuc. предстать самому (добровольно) перед судом; ἐς [[φῶς]] τὸν βίον τινὸς κ. Eur. вернуть на (дневной) свет, т. е. воскресить кого-л.; [[ἡμῖν]] οὐκ ἂν ἀντὶ πόνων [[χάρις]] καθίσταιτο Thuc. нам (лакедемонянам) эти труды не доставили бы никакой благодарности;<br /><b class="num">5)</b> [[ставить]], [[расставлять]], [[выставлять]] (προφύλακας Xen.): κ. τὴν φάλαγγα Xen. выстраивать войско;<br /><b class="num">6)</b> [[выставлять]], [[предлагать]], [[давать]] (τὴν σαὐτοῦ σωφροσύνην [[παράδειγμα]] τοῖς ἄλλοις Isocr.);<br /><b class="num">7)</b> тж. med. [[назначать]] (τινὰ ὕπαρχον и τινὰ ὕπαρχον εἶναι Her.; ἐγγυητάς τινι Arph., Plat.; ἄλλον ἄρχοντα Xen.; τινὰ εἰς [[ἀρχήν]] Lys. или ἐπὶ [[ἀρχήν]] Isocr.; νομοθέτας Arph.; τινὰ ἱερέα Arst.; τινὰ ἐπὶ τῆς θεραπείας [[αὐτοῦ]] NT; εἰς τὴν ἐσνάτην χώραν κατασταθεὶς [[ὑπό]] τινος Plut.): καθίστασθαι τοὺς ἄρχοντας Xen. назначить себе, т. е. избрать начальников;<br /><b class="num">8)</b> [[устанавливать]], [[учреждать]], [[вводить]] (νόμους Eur., Arst.; τελετάς Eur.; ἀγῶνας Isocr.; τὴν Ἱππίου τυραννίδα Arph.; ὀλιγαρχίαν, πολιτείαν Plat., Arst.);<br /><b class="num">9)</b> [[предпринимать]] (κρυφαῖον ἔκπλουν Aesch.);<br /><b class="num">10)</b> [[относить]], [[причислять]] (τινὰς εἰς τοὺς ἀρχικούς Xen.);<br /><b class="num">11)</b> [[ставить]] (в какое-л. положение), приводить (в какое-л. состояние): κ. τινὰ ἐς ἀπορίαν Plat. приводить кого-л. в смущение; κ. τινὰ ἐς φόβον Thuc. приводить кого-л. в ужас; κ. τινὰ ἐν ἀκινδύνῳ Xen. или εἰς ἀσφάλειαν Isocr. поставить кого-л. в безопасное положение; εἰς διαβολὰς καὶ κινδύνους καταστῆσαί τινα Lys. возвести на кого-л. грозное обвинение; ἐντιμότερόν τινα κ. Xen. осыпать кого-л. почестями; κλαίοντά τινα κ. Eur. заставлять кого-л. плакать; τινὰ φεύγειν κ. Thuc. обращать кого-л. в бегство; φανερόν τι κ. Thuc. наглядно показывать что-л.; ἐς τὸ φανερόν τινα κ. Xen. высоко вознести кого-л.; κ. τινὰ εἰς ἐρημίαν [[φίλων]] Plat. лишать кого-л. общества друзей; [[ψευδῆ]] ἑαυτὸν κ. πόλει Soph. показать себя лжецом перед городом; τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι Thuc. превратить (свое) морское сражение в сухопутное; τὴν ζόην καταστήσασθαι [[ἀπό]] τινος Her. снискивать себе пропитание чем-л.; καταστῆσαι τὸν ἀκροατὴν εἰς τὰ [[πάθη]] Arst. разжечь страсти в слушателе; ἐλεεινὸν κ. ἑαυτόν Arst. возбудить сострадание к себе; εἰς βίον ἄτυφον κ. ἑαυτόν Plut. зажить непритязательной жизнью; [[ἀπωτάτω]] κ. τινος Plut. увести далеко от чего-л.;<br /><b class="num">12)</b> [[повергать]], [[ввергать]] (τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Plat.; εἰς συμφοράς Isocr.; τινὰ εἰς κινδύνους Anth.);<br /><b class="num">13)</b> [[приходить]], [[прибывать]], [[поселяться]] (ἐς Αἴγιναν Her.; ἐς [[Ῥήγιον]] Thuc.): [[ὅποι]] [[καθέσταμεν]]; Soph. куда мы прибыли?;<br /><b class="num">14)</b> [[быть выставляемым]] (οὐδὲ φυλακὴ [[οὐδεμία]] καθειστήκει Xen.);<br /><b class="num">15)</b> [[быть назначаемым]]: [[στρατηλάτης]] καταστάς Eur. назначенный полководцем;<br /><b class="num">16)</b> тж. med. [[становиться]] ([[ἐχθρός]] τινος καθίσταμαι NT; ἀντὶ φίλου [[πολέμιον]] κ. Her.): [[φύλαξ]] δέ μου πιστὴ κατέστης Soph. ты стала верным моим стражем;<br /><b class="num">17)</b> тж. med. [[приходить]] (в какое-л. состояние), вступать (ἐς πόλεμόν τινι Eur., Arst., Plut.; εἰς μάχην Her., Plut.; εἰς διαφορὰν πρός τινα Plut.): κ. ἐς τὴν βασιλείαν Xen. вступать на престол; κ. ἐς φόβον Her. приходить в ужас; κ. ἐς λύπην Thuc. впадать в уныние, опечаливаться; τίνι τρόπῳ καθέστατε; Soph. в каком вы положении?, что с вами?; ἐν οἵῳ τρόπῳ κατέστη; Thuc. как (это) возникло?; [[ἄπαρνος]] καθίστασθαί τινος Soph. отрицать что-л.;<br /><b class="num">18)</b> [[успокаиваться]], [[униматься]] (ὁ [[θόρυβος]] κατέστη Her.; ἡ [[στάσις]] κατέστη Arst.): [[ὅταν]] [[λίμνη]] καταστῇ Arph. когда озеро спокойно; [[ἕως]] τὰ πράγματα κατασταίη Lys. пока дела не уладятся; [[νόσημα]] κατέστη [[αὐτόματον]] Arst. болезнь сама собой прекратилась; [[ὅταν]] νοσῶν τις καταστῇ Arst. когда какой-л. больной выздоровеет; [[πνεῦμα]] καθεστηκός Arph. спокойный ветер; [[θάλασσα]] καθεστηκυῖα Polyb. спокойное море; καθεστῶτι προσώπῳ Plut. со спокойным выражением лица; καθεστηκυῖα [[ἡλικία]] Plat. спокойный (зрелый) возраст; καθεστηκυῖα [[τιμή]] Dem. установившаяся цена; [[ἔξω]] τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc. быть вне себя;<br /><b class="num">19)</b> (как pf.-praes.) быть: ὁ κατεστεὼς [[κόσμος]] Her. установленный, т. е. существующий (государственный) строй; τὰ [[καθεστῶτα]] Plat. или καθεστῶτες νόμοι Soph. существующие законы; τὰ [[καθεστῶτα]] Arst. сложившиеся обстоятельства; τὸ γίγνεσθαι καὶ ἀπόλλυσθαι ταὐτὸν καθέστηκε τῷ ἀλλοιοῦσθαι Arst. возникновение и исчезновение есть то же самое, что изменение.
|lstext='''καθίστημι''': Α. ἐπὶ μεταβατ. σημασίας· τῆς μὲν ἐνεργ. φωνῆς ὁ ἐνεστ., ὁ παρατατ., ὁ ἀόρ. ά καὶ ὁ μέλλ., τῆς δὲ [[μέσης]] ὁ μέλλ. (Παυσ. 3. 5, 1), ὁ ἀόρ. ά καὶ [[ἐνίοτε]] ὁ ἐνεστ. (ἴδε κατωτ. Α. II. 2)· [[ὡσαύτως]] σπανιώτερον ὁ πρκμ. καθέστ­ᾰκα, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 38, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 54, Διόδ., κλ. (ἴδε τὸ ἁπλοῦν [[ἵστημι]]). Βάλλω ἢ στήνω εἰς τὸ [[μέσον]], κρητῆρα καθίστα, «εὐτρέπιζε, ἑτοίμαζε» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 202· νῆα κατάστησον, [[κάμε]] αὐτὴν νὰ σταθῇ, [[κάμε]] αὐτὴν νὰ πλησιάσῃ πρὸς τὴν γῆν, Ὀδ. Μ. 185· κατέστησαν δίφρους, ἐτοποθέτησαν αὐτοὺς κατὰ τάξιν [[ὅπως]] ὦσιν ἕτοιμοι διὰ τὸν ἀγῶνα τῆς ἁρματοδρομίας, Σοφ. Ἠλ. 710· ποῖ δεῖ καθιστάναι [[πόδα]]; Εὐρ. Βάκχ. 184, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 7, 22· - ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[λαῖφος]] κατεστήσαντο βοεῦσι, ἐστερέωσαν αὐτό, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 407.<br />2) [[φέρω]] εἴς τινα τόπον, [[κατάγω]], τούς μ’ ἐκέλευσα [[Πύλονδε]] καταστῆσαι, νὰ μὲ ἀνάγωσιν εἰς.., Ὀδ. Ν. 274· κ. τινὰ ἐς Νάξον Ἡροδ. 1. 64, πρβλ. Θουκ. 4. 78· [[πάλιν]] αὐτὸν κ. ἐς τὸ [[τεῖχος]] σῶν καὶ ὑγιᾶ ὁ αὐτ. 3. 34· κ. τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν [[πάλιν]] Ξεν. Ἀν. 1. 4, 13· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[πάλιν]], [[ἐπαναφέρω]], ἐς φῶς σὸν κατ. βίον Εὐρ. Ἄλκ. 362. - Παθ., οὐκ ἂν ἀντὶ πόνων [[χάρις]] καθίσταιτο, δὲν ἤθελεν ἀναγνωρισθῇ [[χάρις]] διὰ τοὺς κόπους ἡμῶν, Θουκ. 4. 86. 3) ἄγω τινὰ ἐνώπιόν τινος, ὥς μοι καταστήσῃς τὸν παῖδα ἐς ἔλεγχον Ἡροδ. 1. 209· ἴδε κατωτ. Β. Ι. β. ΙΙ. καθιστῶ, κατέστησεν ἐναντίαν τὴν φάλαγγα Ξεν. Ἀν. 1. 10, 10· τοποθετῶ, προφυλακὰς καταστήσαντας [[αὐτόθι]] 3 2, 1, κτλ. 2) [[διορίζω]], κατέστησεν τύραννον [[εἶναι]] παῖδα τὸν [[ἑωυτοῦ]] Ἡρόδ. 5. 94, πρβλ. 25· ἀλλὰ [[καθόλου]] [[ἄνευ]] τῆς ἀπαρ., κ. τινα ὕπαρχον [[αὐτόθι]] 7. 105· ἄλλον ἄρχοντα ἀντὶ [[αὐτοῦ]] Ξεν. Κύρ. 3. 1, 12, κτλ.· [[ὡσαύτως]], κατ. τινα εἰς ἀρχὴν Λυσ. 120. 30, κτλ., πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 352· ἐπὶ ἀρχὴν Ἰσοκρ. 260Α, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 672· [[ὡσαύτως]], κ. ἐγγυητὰς Ἡρόδ. 1. 196, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1064· δικαστάς, ἐπιμελητάς, νομοθέτας ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 917, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 9, κτλ.: - ἀκολούθως ἐπὶ ἀγώνων κ. τ. τ., γυμνικοὺς ἀγῶνας κ. Ἰσοκρ. 41Α· - οὕτω καὶ μετὰ μέσ. ἀορ., [[διορίζω]] δι’ ἐμαυτόν, [[ὁρίζω]], [[ἱδρύω]], τύραννον καταστήσασθαι παρὰ σφίσι αὐτοῖσι Ἡρόδ. 5. 92, 1· ἄρχοντας Ξεν. Ἀν. 3. 1, 39, κτλ.· - σπανίως μετ’ ἀπαρ., οἱ καθιστάντες μουσικῇ... παιδεύειν Πλάτ. Πολ. 410Β.<br /> β) ἰδίως ἐπὶ πραγμάτων ἀφορώντων τὴν πολιτείαν, [[εἰσάγω]], ἐγκαθιστῶ, καθιστῶ, [[ὁρίζω]], [[ἱδρύω]], νομοθετῶ, νόμους, τελετὰς Εὐρ. Ὀρ. 892, Βάκχ. 21, κτλ.· κατ. πολιτείαν, ὀλιγαρχίαν, κτλ., ὡς τὰ Λατ. ordinare, constituere rempublicam, Πλάτ., κλ., ἴδε Wolf. εἰς Λεπτ. σ. 229· ἀλλὰ καὶ βάλλω εἰς τάξιν, τακτοποιῶ, πολιτείαν Πλάτ. Πολ. 590Ε· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τοῦτο [[βουλευτήριον]] γῆς καθίσταμαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 706· τὴν Ἱππίου καθίσταμαι τυραννίδα Ἀριστοφ. Σφ. 502· καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην ᾗ αὐτῷ ἐδόκει Θουκ. 3. 35, πρβλ. 1. 76, 114., 8. 70· πρὸς ἐμὲ τὸ [[πρᾶγμα]] καταστήσασθαι, νὰ ἔλθῃ εἰς συνεννόησιν μετ’ ἐμοῦ, Δημ. 543. 15. - Παθ., ἡ... κατασταθεῖσα [[δύναμις]] Ἰσοκρ. 110C. 3) [[φέρω]] εἴς τινα κατάστασιν, κατ. τὸ [[σῶμα]], παρασκευάζειν τὸ [[σῶμα]] πρὸς χρῆσιν φαρμάκου, Ἱππ. 648. 40· οὕτω, κατ. δῆμον ἐς μοναρχίαν Εὐρ. Ἱκέτ. 352· κ. τινὰ ἐς ἀπόνοιαν Θουκ. 1. 82· ἐς φόβον ὁ αὐτ. 2. 81· ἐς ἀπορίαν ὁ αὐτ. 7. 75· εἰς ἀνάγκην Λυσ. 96. 33· εἰς αἰσχύνην Πλάτ. Σοφιστ. 230D· εἰς ἐρημίαν φίλων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 232D· εἰς ἀγῶνας ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 24C· τινὰ εἰς ἀσφάλειαν Ἰσοκρ. 107Β· τίνας εἰς ἀγῶνα καθέστακα; Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 38, Λυκοῦργ. 148. 4· ἀλλὰ καί, κατ. τινὰ ἐν κινδύνῳ Ἀντιφῶν 136. 26· τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Πλάτ. Μενέξ. 242A· τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ Ξεν. Κύρ. 4. 5, 28: - [[ὡσαύτως]], [[καθίστημι]] ἐμαυτὸν ἐς κρίσιν, [[ὑποβάλλω]] ἐμαυτὸν εἰς κρίσιν, νὰ τὸν κρίνωσι, Θουκ. 1. 131, πρβλ. Λυκοῦργ. 148. 26· ἀλλὰ, κατ. τινὰ εἰς τοὺς ἀρχικούς, θεωρεῖν τινα ὡς ἀνήκοντα εἰς τὴν τάξιν αὐτῶν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 9. 4) [[κάμνω]] ἢ καθιστῶ τινα τοιοῦτον, ψευδῆ γ’ ἐμαυτὸν Σοφ. Ἀντ. 547· τινὰ ἀμνήμονα, ἄπιστον Ἀντιφῶν 115. 29, Θουκ. 1. 68, κτλ.· κατ. τι φανερὸν ὁ αὐτ. 2. 42, πρβλ. 1. 32· ἐπίπονον τὸν βίον κατ. Ἰσοκρ. 211C· - καὶ μετὰ μετοχ., κλαίοντα καθιστάναι τινά, ἄγειν τινὰ εἰς δάκρυα, Εὐρ. Ἀνδρ. 635: - σπανίως μετ’ ἀπαρ., καθ. τινὰ φεύγειν, ποιεῖν τινα φεύγειν, Θουκ. 2. 84, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 283. - Μέσ., τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι Θουκ. 2. 89. 5) ἐπανορθῶ, ἀποκαθιστῶ, [[θεραπεύω]], ἃς (δηλ. τὰς κόρας τῶν ὀφθαλμῶν) οὐδ’ ὁ Μελάμπους... καταστήσειεν ἂν Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 2: - καὶ κατὰ μέσ. ἀόρ., καταστήσασθαι εὐδαιμονίαν Ἰσοκρ. 53Β. 6) τὴν ζόην καταστήσασθαι ἀπ’ ἔργων ἀνοσιωτάτων, πορίζεσθαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀπὸ ἀνοσιωτάτων ἔργων, Ἡρόδ. 8. 105. 7) [[κάμνω]], ἐξακολουθῶ, πάννυχοι.. διάπλοον καθίστασαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 382· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κρυφαῖον ἔκπλουν [[οὐδαμῆ]] καθίστατο [[αὐτόθι]] 385. Β. ἀμεταβ. ἐν ἀορ. β΄, πρκμ. καὶ ὑπερσ. τοῦ ἐνεργ. ([[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέλλ. [[καθεστήξω]], Θουκ. 3. 37, 102), καὶ ἐν ἅπασι τοῖς μέσοις χρόνοις (πλὴν τοῦ ἀορ. α΄), καὶ τῆς παθ.: - καθίσταμαι, ἐγκαθίσταμαι, ἐς τόπον Ἡρόδ. 3. 131· ὀδύναι ἐς [[ὑπογάστριον]] καθίσταντο Ἱππ. 1235C· ἐπὶ ἁρμῶν, ἐξίσταται καὶ καθ., ἐξαρθροῦται καὶ [[πάλιν]] εἰσέρχεται εἰς τὸν ἁρμόν, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 784· [[ἁπλῶς]], [[φθάνω]] εἴς τινα τόπον, ἐς Ρήγιον Θουκ. 3. 86· ἔχεις διδάξαι δή μ’ [[ὅποι]] καθέσταμεν; δύνασαι νά μοι εἴπῃς ποῦ ἐφθάσαμεν; Σοφ. Ο. Κ. 23. β) [[ἔρχομαι]] ἢ [[παρουσιάζομαι]] ἐνώπιόν τινος, ἵσταμαι ἐνώπιον [[αὐτοῦ]], Πινδ. Π. 4. 240· λέξον καταστὰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 295 (ἐκτὸς ἂν ληφθῇ ἐπὶ τῆς σημασ. 4), πρβλ. Ἡρόδ. 1. 151· κ. ἐς ὄψιν τινὸς ὁ αὐτ. 7. 29· καταστάντες ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας ἔλεγον ὁ αὐτ. 3. 46, πρβλ. 156· καταστὰς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]] ἔλεγε Θουκ. 4. 84· πρβλ. [[κατάστασις]] 1. 3. 2) τίθεμαι ὡς [[φρουρός]], Ἡρόδ. 7. 59, Σοφ. Ο. Κ. 355, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 19, κτλ.· διορίζομαι, [[γίνομαι]], [[δεσπότης]].. καθέστηκα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 142· [[στρατηλάτης]] [[νέος]] καταστὰς Εὐρ. Ἰκέτ. 1216· κατ. [[χορηγός]], [[στρατηγός]], κτλ., Ἀντιφῶν 142. 31, Ἰσοκρ., κλ.· οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 12· ἴδε ἐν λ. κομιδῇ. 3) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, ἀφίνω καθίζημα, κατακάθισμα, «καταπάτι», Ἱππ. 940C, 945F. 4) [[ἡσυχάζω]], καθίσταμαι [[γαλήνιος]], ἐπὶ ὕδατος, [[ὅταν]] ἡ [[λίμνη]] καταστῇ Ἀριστ. Ἱππ. 865· [[πνεῦμα]] λεῖον καὶ καθεστηκός, οὐχὶ σφοδρόν, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1003· ὁ [[θόρυβος]] κατέστη Ἡρόδ. 3. 80· ἕως τὸ [[πρᾶγμα]] κατασταίη Λυσ. 132. 8: - [[οὕτως]], ἐπὶ προσώπων, λέξον καταστάς, γενόμενος [[ἤρεμος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 295 (ἀλλ’ ἴδε ἀνωτ. 2)· πρβλ. [[καθεστηκότως]]· ἡ ψυχὴ καθίσταται Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 15· ὁρῶμεν τοὺς ἐνθουσιαστικούς... καθισταμένους ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 7, 4· καθεστῶτι προσώπῳ, μὲ ἤρεμον, γαλήνιον [[πρόσωπον]], Πλουτ. Φάβ. 17· μαίνεσθαι καὶ ἔξω τοῦ καθεστηκότος [[εἶναι]] Λουκ. Φιλοψ. 5· - ἡ καθεστηκυῖα, τὸ τοῦ Κικέρωνος: constans actas, ἡ [[μέση]] [[ἡλικία]], Θουκ. 3. 36· οἱ καθεστηκότες, οἱ ἔχοντες τὴν μέσην ἡλικίαν, «μεσόκοποι», Ἱππ. Ἀφ. 1243. 5) ἐν τῷ πρκμ., καθίσταμαι, [[γίνομαι]], καὶ ἐν τῷ ἀορ. καὶ ὑπερσ., καθίσταμαι, [[ἔρχομαι]], πολέμιον ἀντὶ φίλου ἐμοὶ καταστῆναι Ἡρόδ. 1. 87· [[ἔμφρων]] καθίσταται Σοφ. Αἴ. 306· καταστῆναι τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν ἴησιν Ἱππ. 97Β· ἐκουσίως αὐτὸς εἰς κίνδυνον καταστὰς Ἀντιφῶν 118· 5· ἐς φόβον Ἡρόδ. 8. 12· ἐς [[δέος]], λύπην Θουκ. 4. 108., 7. 75· ἐς ἔχθραν τινὶ Ἰσοκρ. 202Δ· εἰς ὀμόνοιαν Λυσ. 151. 2· εἰς συνήθειαν ἐποίησε τοῦ λόγου τούτου τὴν πόλιν καταστῆναι, ἔκαμε τὴν πόλιν νὰ συνηθίσῃ εἰς τὸν λόγον τοῦτον, Αἰσχίν. 23. 37· - [[ἀντιστασιώτης]] κατεστήκεε, εἶχε καταστῇ, εἶχε γείνῃ, Ἡρόδ. 1. 92, πρβλ. 9. 37· ἐν δείματι μεγάλῳ κατέστασαν 7. 138· καταστάντων σφι εὖ τῶν πρηγμάτων 7. 132, πρβλ. 2. 84· τίνι τρόπῳ καθέστατε; τί σᾶς ἔκαμε νὰ ἔλθητε νὰ σταθῆτε ἐδῶ; Σοφ. Ο. Τ. 10· φονέα με φησὶ.. καθεστάναι [[αὐτόθι]] 703· [[ἄπαρνος]] δ’ οὐδενὸς καθίστατο ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 435· κρυπτὸς καταστὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 1064· οἱ ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθεστῶτες, γενόμενοι, Ἀντιφῶν 115. 4· ἐν οἵῳ τρόπῳ ἡ τῶν Ἀθηναίων ἀρχὴ κατέστη, πῶς ἐγένετο, πῶς ἦλθεν εἰς ὕπαρξιν, Θουκ. 1. 97, πρβλ. 96· ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου (δηλ. τοῦ πολέμου), ἐκ τῆς πρώτης [[αὐτοῦ]] ἀρχῆς, Θουκ. 1. 1. 6) [[γίνομαι]], ὁρίζομαι, καθίσταμαι ἐπικρατῶ, [[ὑπάρχω]], καί σφι μαντήϊον Διὸς κατεστήκεε Ἡρόδ. 2. 29· ἄγραι.. πολλαὶ κατεστέασιν [[αὐτόθι]] 70, πρβλ. 1. 200· ὅδε σφι [[νόμος]] κατεστήκεε 1. 197· βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν [[νόμος]] Εὐρ. Ἱππ. 91· μετ’ ἀπαρ., θεὸν Ἀμφιάραον πρώτοις Ὠρωπίοις κατέστη νομίζειν Παυσ. 1. 34, 2: - [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῇ μετοχ. πρκμ., ὑπάρχων, ὡρισμένος, ἐπικρατῶν, νενομοθετημένος, τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Ἡρόδ. 1. 65· ἦν κατεστηκὸς οὐδὲν περὶ φόρου ὁ αὐτ. 3. 89· τοὺς κατεστεῶτας τριακοσίους, ὁ αὐτ. 7. 205· οἱ κατεστῶτες νόμοι Σοφ. Ἀντ. 1113, Ἀριστοφ. Νεφ. 1400· τὰ [[καθεστῶτα]], ἡ παροῦσα [[κατάστασις]] τῶν πραγμάτων τοῦ βίου, καὶ [[μάντις]] οὐδεὶς τῶν καθεστώτων βροτοῖς Σοφ. Ἀντ. 1160· [[ὡσαύτως]], ὑπάρχοντες νόμοι, τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα, τὸ [[πολίτευμα]], Πλάτ. Νόμ. 798Β, Ἰσοκρ. 151Β· τὰ κατεστεῶτα Ἡρόδ. 1. 59. 7) ἐπὶ ἀγορᾶς, πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν, περισσότερον παρ’ ὅ, τι «ἐστοίχισαν» εἰς ἐμέ, Ἀνδοκ. 2. 11. 8) ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, [[πρός]] τινα Πολύβ. 25. 2, 5· - [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., Τιτήνεσσι [[κατέσταθεν]] Ἡ. Θ. 674. Γ. ὁ μέσ. ἀόρ. α΄ καὶ [[ἐνίοτε]] ὁ μέσ. ἐνεστ. τίθενται ἔστιν ὅτε ἐπὶ μεταβατ. ἐννοίας, ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. 2, κἑξ.
}}
{{elnl
|elnltext=καθ-ίστημι act. en med. met acc., causat., Ion. κατίστημι; sigm. aor. κατέστησα en med. κατεστησάμην, aor. pass. κατεστάθην; fut. καταστήσω, fut. pass. κατασταθήσομαι doen staan, neerzetten:; κρητῆρα... κάθιστα zet een mengvat neer Il. 9.202; νῆα κατάστησον zet het schip aan land Od. 12.185; κ. πόδα de voet neerzetten Eur. Ba. 184; (terug)zetten, (terug)brengen:. μ ( ε ) Πύλονδε καταστῆσαι mij in Pylos aan land zetten Od. 13.274; πρὶν ἐς φῶς σὸν καταστῆσαι βίον voordat ik jouw leven naar het licht (d.w.z. in veiligheid) heb gebracht Eur. Alc. 362; πάλιν αὐτὸν καταστήσειν ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾶ dat hij hem veilig en ongedeerd terug zou laten gaan naar het fort Thuc. 3.34.3; κ. ἐς ἔλεγχόν τινα iem. voor gerechtelijk onderzoek voorgeleiden Hdt. 1.209.5; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν zich beschikbaar stellen voor onderzoek Thuc. 1.131.2. aanstellen:; τύραννον καταστησάμενοι παρὰ σφίσι αὐτοῖσι nadat ze bij henzelf een alleenheerser hadden aangesteld Hdt. 5.92.α 2; εἰς τὸ προσφέρειν... καθίσταται hij wordt aangesteld om op te dragen NT Hebr. 8.3; met inf. van doel:; κατέστησε τύραννον εἶναι παῖδα τὸν ἑωυτοῦ hij stelde zijn eigen zoon aan om alleenheerser te zijn Hdt. 5.94.1; κυβερνᾶν κατασταθείς aangesteld om te sturen Xen. Mem. 1.7.3; instellen:; νόμους κ. wetten instellen Eur. Or. 892; οἱ καθιστάντες μουσικῇ... παιδεύειν degenen die muzikale opvoeding hebben ingesteld Plat. Resp. 410b; ook med.:; τοῦτο βουλευτήριον... φρούρημα γῆς καθίσταμαι deze raad stel ik in als bescherming van ons land Aeschl. Eum. 706; ( milit. ) opstellen:. εἰς τὸ αὐτὸ σχῆμα κατέστησεν ἀντίαν τὴν φάλαγγα hij stelde zijn falanx in dezelfde formatie ertegenover op Xen. An. 1.10.10. (in een bepaalde toestand) brengen, in orde brengen, regelen:; καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην ᾗ αὐτῷ ἐδόκει hij regelde de situatie bij Mytilene naar eigen inzicht Thuc. 3.35.2; met dubbele acc.:; ψευδῆ γ’ ἐμαυτὸν οὐ καταστήσω ik zal mijzelf niet tot leugenaar maken Soph. Ant. 657; ἄφωνον καθιστᾶσι καὶ ἄφρονα τὸν ἄνθρωπον zij maken de mens stom en dom Hp MS 10; κ. ἐς ἀπορίαν iem. tot radeloosheid brengen Thuc. 7.75.4; κ. εἰς ἀνάγκην in een noodsituatie brengen Lys. 3.3; met inf.:; κ. τινὰ φεύγειν iem. doen vluchten Thuc. 2.84; met acc. en ptc.: κλαίοντα κ. τινά iem. tot tranen brengen Eur. Andr. 635. tot stand brengen:. πάννυχοι... διάπλουν καθίστασαν de hele nacht lieten zij de schepen op en neer varen Aeschl. Pers. 382; τὴν ζόην καταστήσατο ἀπ’ ἔργων ἀνοσιωτάτων hij verdiende de kost met de meest gruwelijke praktijken Hdt. 8.105.1; τοῖς Λακεδαιμονίοις οὐκ ἂν... χάρις καθίσταιτο aan de Spartanen zal zeker geen dank gebracht worden Thuc. 4.86.5. intrans., Ion. κατίσταμαι; met stamaor. κατέστην of θη - aor. κατεστάθην; perf. καθέστηκα, Ion. κατέστηκα; fut. perf. καθεστήξω zich vestigen, ergens komen, met prep.:; κ. ἐς ὄψιν voor iem. verschijnen Hdt. 7.29.1; κ. ἐς Ῥήγιον zich in Rhegium vestigen Thuc. 3.86.5; καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε hij verscheen in de volksvergadering en sprak Thuc. 4.84.2; perf. zich bevinden: ὅποι καθέσταμεν waar wij ons bevinden. Soph. OC 23. aantreden:; δεσπότης καθέστηκα ik sta hier als jullie meester Eur. HF 142; ὅταν καταστῶσιν οἱ ἄρχοντες wanneer de regeerders zijn aangetreden Plat. Resp. 543b; milit. perf. opgesteld staan:; φρουρὴ ἐν αὐτῷ κατεστήκεε daar stond een grenspost opgesteld Hdt. 7.59.1; overdr.:; οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς de adviseurs vormen een tegenwicht tegen de leden van de raad Aristot. Pol. 1299b 37; perf. vastgesteld zijn, vaststaan:; οἱ καθεστῶτες νόμοι de bestaande wetten Soph. Ant. 1113; βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν νόμος de wet die voor de stervelingen vast staat Eur. Hipp. 91; ἐν τῇ καθεστηκυῖᾳ ἡλικίᾳ in de kracht van ons leven Thuc. 2.36.3; zijn:; οἱ μὲν γὰρ ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστᾶσι sommigen zijn oogartsen Hdt. 2.84; φονέα με φησί... καθεστάναι hij beweert dat ik de moordenaar ben Soph. OT 703; τίνι τρόπῳ καθέστατε; in welke toestand bevinden jullie je? Soph. OT 10; ptc. subst.: τὰ καθεστῶτα de toestand Soph. Ant. 1160; οἱ καθεστηκότες de mannen van middelbare leeftijd Hp. Aph. 1.13; τὰ τότε καθεστῶτα de toenmalige gebruiken Plat. Lg. 798b; ἔξω... τοῦ καθεστηκότος buiten zinnen Luc. 34.5. (in een bepaalde situatie) komen, worden:; φύλαξ δέ μου πιστὴ κατέστης jij bent een trouwe wachter voor mij gebleken Soph. OC 356; ἀνάγκη ἄν εἴη τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι dan zou het onvermijdelijk zijn dat de zeeslag in een veldslag veranderde Thuc. 2.89.8; geneesk.:; οὖρα... οὐδὲν καθισταμένα de urine zonder bezinksel Hp. Epid. 1.2; met gen.:; πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν meer dan de prijs waarop het (het timmerhout) mij was komen te staan And. 2.11; met prep.:; ἀντὶ φίλου πολέμιον κ. van vriend tot vijand worden Hdt. 1.87.3; ἐν ἀσφαλεῖ καθίσταιντο αὐτῶν αἱ ἀπολογίαι dat hun verdediging dan een veilige basis heeft Hp MS 2; ἐς μάχην κ. in gevecht raken Hdt. 3.45.2; ἐς φόβον καταστάντων aan angst ten prooi gevallen Thuc. 2.81.6; ook met aor. pass.:; οἳ τότε Τιτήνεσσι κατέσταθεν ἐν δαῒ λυγρῇ die toen in een fel gevecht belandden met de Titanen Hes. Th. 674; als perifrase:; ἄπαρνος δ’ οὐδενὸς καθίστατο zij ontkende niets Soph. Ant. 435; κρυπτὸς καταστάς zich verborgen hebbend Eur. Andr. 1064; pregn.: tot rust komen, bedaren:; λέξον καταστάς spreek wanneer je tot rust gekomen bent Aeschl. Pers. 295; ἐπείτε δὲ κατέστη ὁ θόρυβος toen het rumoer bedaard was Hdt. 3.80.1; πνεῦμα... καθεστηκός een rustige wind Aristoph. Ran. 1003; geneesk. herstellen:. ἢν μὲν ἐν μηνὶ καθιστῆται als men in een maand herstelt Hp. Vict. 3.76; τὸ οἴδημα μὴ καθιστάμενον als de zwelling niet slinkt Hp. Prog. 7. tot stand komen, ontstaan:. εὐθὺς καθισταμένου meteen bij het uitbreken (van de oorlog) Thuc. 1.1.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj