Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπολεμέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>I. 1</b> vaincre à la guerre, acc.;<br /><b>2</b> épuiser par la guerre;<br /><b>II.</b> guerroyer contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πολεμέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>I. 1</b> vaincre à la guerre, acc.;<br /><b>2</b> épuiser par la guerre;<br /><b>II.</b> guerroyer contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πολεμέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταπολεμέω''': πολεμῶν [[καταβάλλω]], ἐξαντλῶ διὰ τοῦ πολέμου, ὑποτάττω ὁλοσχερῶς, (πρβλ. καταγωνίζομαί τινα), Λατ. debellare, τινὰ Θουκ. 2. 7., 4. 1, Ἀνδοκ. 25. 22· πολλὰ ἔτη πολεμοῦντες καὶ [[πολλάκις]] καταναυμαχοῦντες οὐδὲν [[προὔργου]] ἐποιεῖτε πρὸς τὸ καταπολεμῆσαι τούτους Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 10· ἐν τῷ ἐνεστ., προσπαθῶ νὰ καταλάβω, τινά τινι κ. ὁ αὐτ. 4. 86.― Παθ., ἐλπίζοντες αὐτὴν τὴν πόλιν καταπεπολεμῆσθαι, ὅτι εἶχεν ἐξαντληθῇ [[ἕνεκα]] τοῦ πολέμου ἢ τῶν πολεμικῶν δαπανῶν, ὁ αὐτ. 6. 16, πρβλ. Πλάτ. ΜΕνέξ. 243C, D· ἐξ ὧν καὶ τὸ πρότερον κατεπολεμήθημεν Ξεν. Ἀν. 7. 1, 27. ΙΙ. κινῶ πόλεμον [[ἐναντίον]] τινός, πολεμῶ κατά τινος, τινος Κλήμ. Ἀλ. 871· καὶ μετὰ δοτ., τοῖς βαρβάροις καταπολεμῶν ἐκράτησε, ἐπιμόνως πολεμῶν, Πλουτ. Καῖσ. 2. 1321.
|elnltext=κατα-πολεμέω (volkomen) overwinnen, verslaan:; τὰς δ’... ῥᾳδίως ἠλπίζομεν καταπολεμήσειν wij verwachtten hen (de steden) gemakkelijk te kunnen verslaan Thuc. 6.90.3; ook pass.. καταπεπολεμῆσθαι volkomen verslagen zijn Thuc. 6.16.2. bestrijden, oorlog voeren tegen:. κ. τὴν Πελοπόννησον tegen de Peloponnesus strijden Thuc. 2.7.3.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπολεμέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[покорять военной силой]], [[побеждать на войне]], [[завоевывать]] (τὴν Πελοπόννησον Thuc.; τοὺς ἐναντίους Arst.; τοὺς Ἀθηναίους Plut. - ср. 2; [[δόξαν]] ἡ [[πόλις]] ἔσχε μήποτ᾽ ἂν καταπολεμηθῆναι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[вести войну]], [[воевать]]: τοὺς Ἀθηναίους κ. Thuc. воевать против афинян (ср. 1); ἄλλοις καταπολεμῶν ἐκράτησε Plut. воюя с остальными (галлами, Цезарь) вышел победителем;<br /><b class="num">3)</b> [[истощать войной]] (τὴν πόλιν Thuc.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπολεμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[καταβάλλω]] πολεμώντας, δηλ. [[εξουδετερώνω]] μέσω του πολέμου, [[υποτάσσω]] ολοσχερώς, [[αποδυναμώνω]], Λατ. debellare, σε Θουκ., Ξεν.· στον ενεστ., [[επιχειρώ]] να υποτάξω, σε Θουκ. — Παθ., <i>ἐλπίζοντες</i> (<i>τὴν πόλιν</i>) <i>καταπεπολεμῆσθαι</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''καταπολεμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[καταβάλλω]] πολεμώντας, δηλ. [[εξουδετερώνω]] μέσω του πολέμου, [[υποτάσσω]] ολοσχερώς, [[αποδυναμώνω]], Λατ. debellare, σε Θουκ., Ξεν.· στον ενεστ., [[επιχειρώ]] να υποτάξω, σε Θουκ. — Παθ., <i>ἐλπίζοντες</i> (<i>τὴν πόλιν</i>) <i>καταπεπολεμῆσθαι</i>, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταπολεμέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[покорять военной силой]], [[побеждать на войне]], [[завоевывать]] (τὴν Πελοπόννησον Thuc.; τοὺς ἐναντίους Arst.; τοὺς Ἀθηναίους Plut. - ср. 2; [[δόξαν]] [[πόλις]] ἔσχε μήποτ᾽ ἂν καταπολεμηθῆναι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[вести войну]], [[воевать]]: τοὺς Ἀθηναίους κ. Thuc. воевать против афинян (ср. 1); ἄλλοις καταπολεμῶν ἐκράτησε Plut. воюя с остальными (галлами, Цезарь) вышел победителем;<br /><b class="num">3)</b> [[истощать войной]] (τὴν πόλιν Thuc.).
|lstext='''καταπολεμέω''': πολεμῶν [[καταβάλλω]], ἐξαντλῶ διὰ τοῦ πολέμου, ὑποτάττω ὁλοσχερῶς, (πρβλ. καταγωνίζομαί τινα), Λατ. debellare, τινὰ Θουκ. 2. 7., 4. 1, Ἀνδοκ. 25. 22· πολλὰ ἔτη πολεμοῦντες καὶ [[πολλάκις]] καταναυμαχοῦντες οὐδὲν [[προὔργου]] ἐποιεῖτε πρὸς τὸ καταπολεμῆσαι τούτους Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 10· ἐν τῷ ἐνεστ., προσπαθῶ νὰ καταλάβω, τινά τινι κ. ὁ αὐτ. 4. 86.― Παθ., ἐλπίζοντες αὐτὴν τὴν πόλιν καταπεπολεμῆσθαι, ὅτι εἶχεν ἐξαντληθῇ [[ἕνεκα]] τοῦ πολέμου ἢ τῶν πολεμικῶν δαπανῶν, ὁ αὐτ. 6. 16, πρβλ. Πλάτ. ΜΕνέξ. 243C, D· ἐξ ὧν καὶ τὸ πρότερον κατεπολεμήθημεν Ξεν. Ἀν. 7. 1, 27. ΙΙ. κινῶ πόλεμον [[ἐναντίον]] τινός, πολεμῶ κατά τινος, τινος Κλήμ. Ἀλ. 871· καὶ μετὰ δοτ., τοῖς βαρβάροις καταπολεμῶν ἐκράτησε, ἐπιμόνως πολεμῶν, Πλουτ. Καῖσ. 2. 1321.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πολεμέω (volkomen) overwinnen, verslaan:; τὰς δ’... ῥᾳδίως ἠλπίζομεν καταπολεμήσειν wij verwachtten hen (de steden) gemakkelijk te kunnen verslaan Thuc. 6.90.3; ook pass.. καταπεπολεμῆσθαι volkomen verslagen zijn Thuc. 6.16.2. bestrijden, oorlog voeren tegen:. κ. τὴν Πελοπόννησον tegen de Peloponnesus strijden Thuc. 2.7.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to war [[down]], i. e. to [[exhaust]] by war, [[subdue]] [[completely]], [[reduce]], Lat. debellare, Thuc., Xen.: in pres. to [[attempt]] to [[subdue]], Thuc.: —Pass., ἐλπίζοντες [τὴν πόλιν] καταπεπολεμῆσθαι Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to war [[down]], i. e. to [[exhaust]] by war, [[subdue]] [[completely]], [[reduce]], Lat. debellare, Thuc., Xen.: in pres. to [[attempt]] to [[subdue]], Thuc.: —Pass., ἐλπίζοντες [τὴν πόλιν] καταπεπολεμῆσθαι Thuc.
}}
}}