Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατακρατέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />être le plus fort, prévaloir, l'emporter.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρατέω]].
|btext=-ῶ :<br />être le plus fort, prévaloir, l'emporter.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρατέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατακρᾰτέω''': [[ὑπερισχύω]] [[ἐναντίον]] τινός, νικῶ, μετὰ γεν. προσ., κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνὴ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 100, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 14, 4, κτλ. [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ., τοὺς ἄλλους ἀρετῇ κατ. Δίων Κ. 54. 29.― Παθ., νικῶμαι, ἡττῶμαι, κατακρατεῖται ὑπὸ νόμου βελτίονος Ζάλευκ. Παρὰ Στοβ. 280. 27. 2) ἀπολ., [[ὑπερισχύω]], [[γίνομαι]] [[κύριος]], ὑπερνικῶ, κατὰ μοῖρ’ ἐκράτησεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 101, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 168, Πλάτ. Νόμ. 840Ε· ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους ποταμοὺς [[εἶναι]] ποιέει Ἡρόδ. 7. 129· ἐπὶ γνώμης, ἡ βουλὴ τοῦ Δρούσου κατεκράτησεν Δίων Κ. 57. 16. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ὑπερτερῶ τινα, νικῶ, κ. τὰς τροφὰς Πλάτ. Νόμ. 789D, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 22. 8, [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. πράγμ.· κ. τῆς προθέσεως, [[γίνομαι]] [[κύριος]] τοῦ σκοποῦ μου, Πολύβ. 5. 38, 9· τοῦ γενέσθαι τι ὁ αὐτ. 82. 11, 13· κ. τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου, ἐντελῶς κατεῖχε, [[καλῶς]] νὰ λέγῃ καὶ νὰ γράφῃ ἐγνώριζεν, ὁ αὐτ. 40. 6, 4.
|elnltext=κατα-κρατέω overheersen, beheersen, de overhand hebben: abs..; κατὰ Μοῖρ’ ἐκράτησεν het Lot heerst Aeschl. Pers. 101; met gen.: οὐ κατακρατῶν ἀλλ’ ἀποπλανώμενος τοῦ τρίβου niet in staat het pad aan te houden, maar ervan afdwalend Plut. Arat. 22.1. opnemen, verteren (van voedsel).
}}
{{elru
|elrutext='''κατακρᾰτέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[одолевать]], [[побеждать]] (τινος Arst., Polyb.): τῷ οὐνόματι κ. Her. получать перевес в имени (о р. Пеней, которая одна сохраняет свое название после слияния с другими реками);<br /><b class="num">2)</b> [[овладевать]], [[владеть]] (τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[преодолевать]], [[сдерживать]], [[подавлять]] (διὰ [[βάρος]] τὸν τῆς ζέσεως ἐπιπολασμόν Arst.; ὀργῆς Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[усваивать]], [[переваривать]] (τὰς τῶν σίτων τροφὰς καὶ ποτῶν Plat.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακρᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερισχύω]], [[υπερτερώ]], <i>τινός</i>· απόλ., [[υπερισχύω]], επιβάλλομαι, [[κυριαρχώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· λέγεται για όνομα, [[επικρατώ]], [[γίνομαι]] [[αποδεκτός]], καθιερώνομαι, [[ισχύω]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατακρᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερισχύω]], [[υπερτερώ]], <i>τινός</i>· απόλ., [[υπερισχύω]], επιβάλλομαι, [[κυριαρχώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· λέγεται για όνομα, [[επικρατώ]], [[γίνομαι]] [[αποδεκτός]], καθιερώνομαι, [[ισχύω]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατακρᾰτέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[одолевать]], [[побеждать]] (τινος Arst., Polyb.): τῷ οὐνόματι κ. Her. получать перевес в имени (о р. Пеней, которая одна сохраняет свое название после слияния с другими реками);<br /><b class="num">2)</b> [[овладевать]], [[владеть]] (τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[преодолевать]], [[сдерживать]], [[подавлять]] (διὰ [[βάρος]] τὸν τῆς ζέσεως ἐπιπολασμόν Arst.; ὀργῆς Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[усваивать]], [[переваривать]] (τὰς τῶν σίτων τροφὰς καὶ ποτῶν Plat.).
|lstext='''κατακρᾰτέω''': [[ὑπερισχύω]] [[ἐναντίον]] τινός, νικῶ, μετὰ γεν. προσ., κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνὴ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 100, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 14, 4, κτλ. [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ., τοὺς ἄλλους ἀρετῇ κατ. Δίων Κ. 54. 29.― Παθ., νικῶμαι, ἡττῶμαι, κατακρατεῖται ὑπὸ νόμου βελτίονος Ζάλευκ. Παρὰ Στοβ. 280. 27. 2) ἀπολ., [[ὑπερισχύω]], [[γίνομαι]] [[κύριος]], ὑπερνικῶ, κατὰ μοῖρ’ ἐκράτησεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 101, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 168, Πλάτ. Νόμ. 840Ε· ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους ποταμοὺς [[εἶναι]] ποιέει Ἡρόδ. 7. 129· ἐπὶ γνώμης, ἡ βουλὴ τοῦ Δρούσου κατεκράτησεν Δίων Κ. 57. 16. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ὑπερτερῶ τινα, νικῶ, κ. τὰς τροφὰς Πλάτ. Νόμ. 789D, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 22. 8, 2· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. πράγμ.· κ. τῆς προθέσεως, [[γίνομαι]] [[κύριος]] τοῦ σκοποῦ μου, Πολύβ. 5. 38, 9· τοῦ γενέσθαι τι ὁ αὐτ. 82. 11, 13· κ. τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου, ἐντελῶς κατεῖχε, [[καλῶς]] νὰ λέγῃ καὶ νὰ γράφῃ ἐγνώριζεν, ὁ αὐτ. 40. 6, 4.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κρατέω overheersen, beheersen, de overhand hebben: abs..; κατὰ Μοῖρ’ ἐκράτησεν het Lot heerst Aeschl. Pers. 101; met gen.: οὐ κατακρατῶν ἀλλ’ ἀποπλανώμενος τοῦ τρίβου niet in staat het pad aan te houden, maar ervan afdwalend Plut. Arat. 22.1. opnemen, verteren (van voedsel).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[prevail]] [[over]], τινός; absol. to [[prevail]], [[gain]] the [[mastery]], Hdt., Aesch.; of a [[name]], to [[prevail]], [[become]] [[current]], Hdt.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[prevail]] [[over]], τινός; absol. to [[prevail]], [[gain]] the [[mastery]], Hdt., Aesch.; of a [[name]], to [[prevail]], [[become]] [[current]], Hdt.
}}
}}