Anonymous

καταμηνύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> indiquer, signaler, expliquer;<br /><b>2</b> dénoncer, accuser, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μηνύω]].
|btext=<b>1</b> indiquer, signaler, expliquer;<br /><b>2</b> dénoncer, accuser, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μηνύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταμηνύω''': δεικνύω, φανερώνω, [[κάμνω]] γνωστόν, κ. διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Ἡρόδ. 7, 30· τόδ’ ἐγὼ καταμηνύσω Αἰσχύλ. Πρ. 175 (λυρ.)· πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 23, κτλ.· κ. ἑωυτὸν ὡς Ἱστιαῖος εἴη Ἡρόδ. 6, 29. 2) [[φέρω]] κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, [[καταγγέλλω]], τινός, ὡς τὸ [[καταμαρτυρέω]], Λυσ. 134, 17, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 2· ὁ [[Ποσειδῶν]] κατεμήνυσε σοῦ ψευδομένου Δημ. 719, 27· πρβλ Valck. Διατρ. σ. 291. ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., ῠ ἐν τῷ μέλλ.
|elnltext=κατα-μηνύω, Dor. καταμανύω onthullen, aanwijzen:; καταμηνύει ἑωυτὸν ὡς εἴη Ἱστιαῖος hij onthulde dat hij Histiaeus was Hdt. 6.29.2; καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους (de zuil) geeft door een opschrift de grens aan Hdt. 7.30.2; met gen. en pred. ptc.: ὁ Ποτειδὰν καὶ μάλα σευ ψευδομένω κατεμάνυσεν Poseidon heeft met zekerheid over jou aangegeven dat jij liegt Xen. Hell. 3.3.2. beschuldigen, met gen.: οὐ κατεμήνυσε τῶν ἀνδρῶν τούτων hij had tegen die mannen geen beschuldiging geuit Lys. 13.49.
}}
{{elru
|elrutext='''καταμηνύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обозначать]], [[указывать]] ([[στήλη]] καταπεπηγυῖα καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[давать знак]] (τοῖς ὄμμασι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[рассказывать]], [[открывать]] (τὴν πρᾶξιν Plut.): [[οὔποτε]] τόδ᾽ ἐγὼ καταμηνύσω, πρὶν ἂν ἐκ δεσμῶν χαλάσῃ Aesch. я не открою это (Зевсу) прежде, чем он освободит (меня) от оков;<br /><b class="num">4)</b> [[показывать против]], [[обвинять]], [[уличать]]: κ. καταψευδομένου τινός Xen. уличать кого-л. во лжи;<br /><b class="num">5)</b> [[доносить]] (τῶν [[ἀνδρῶν]] Lys. и τοὺς ἄνδρας Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταμηνύω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ύσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[υποδεικνύω]], [[φανερώνω]], [[υποδηλώνω]], κάνω [[νύξη]], [[αποκαλύπτω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταγγέλλω]], <i>τινός</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''καταμηνύω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ύσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[υποδεικνύω]], [[φανερώνω]], [[υποδηλώνω]], κάνω [[νύξη]], [[αποκαλύπτω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταγγέλλω]], <i>τινός</i>, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταμηνύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обозначать]], [[указывать]] ([[στήλη]] καταπεπηγυῖα καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[давать знак]] (τοῖς ὄμμασι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[рассказывать]], [[открывать]] (τὴν πρᾶξιν Plut.): [[οὔποτε]] τόδ᾽ ἐγὼ καταμηνύσω, πρὶν ἂν ἐκ δεσμῶν χαλάσῃ Aesch. я не открою это (Зевсу) прежде, чем он освободит (меня) от оков;<br /><b class="num">4)</b> [[показывать против]], [[обвинять]], [[уличать]]: κ. καταψευδομένου τινός Xen. уличать кого-л. во лжи;<br /><b class="num">5)</b> [[доносить]] (τῶν [[ἀνδρῶν]] Lys. и τοὺς ἄνδρας Plut.).
|lstext='''καταμηνύω''': δεικνύω, φανερώνω, [[κάμνω]] γνωστόν, κ. διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Ἡρόδ. 7, 30· τόδ’ ἐγὼ καταμηνύσω Αἰσχύλ. Πρ. 175 (λυρ.)· πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 23, κτλ.· κ. ἑωυτὸν ὡς Ἱστιαῖος εἴη Ἡρόδ. 6, 29. 2) [[φέρω]] κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, [[καταγγέλλω]], τινός, ὡς τὸ [[καταμαρτυρέω]], Λυσ. 134, 17, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 2· ὁ [[Ποσειδῶν]] κατεμήνυσε σοῦ ψευδομένου Δημ. 719, 27· πρβλ Valck. Διατρ. σ. 291. ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., ῠ ἐν τῷ μέλλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-μηνύω, Dor. καταμανύω onthullen, aanwijzen:; καταμηνύει ἑωυτὸν ὡς εἴη Ἱστιαῖος hij onthulde dat hij Histiaeus was Hdt. 6.29.2; καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους (de zuil) geeft door een opschrift de grens aan Hdt. 7.30.2; met gen. en pred. ptc.: ὁ Ποτειδὰν καὶ μάλα σευ ψευδομένω κατεμάνυσεν Poseidon heeft met zekerheid over jou aangegeven dat jij liegt Xen. Hell. 3.3.2. beschuldigen, met gen.: οὐ κατεμήνυσε τῶν ἀνδρῶν τούτων hij had tegen die mannen geen beschuldiging geuit Lys. 13.49.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ύσω<br /><b class="num">1.</b> to [[point]] out, make [[known]], [[indicate]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[inform]] [[against]], τινός Xen.
|mdlsjtxt=fut. ύσω<br /><b class="num">1.</b> to [[point]] out, make [[known]], [[indicate]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[inform]] [[against]], τινός Xen.
}}
}}