Anonymous

καταρκέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />suffire largement ; avec un part. suffire à faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀρκέω]].
|btext=-ῶ :<br />suffire largement ; avec un part. suffire à faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀρκέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταρκέω''': Ἰων. καὶ Τραγ., εἶμαι ἐντελῶς [[ἀρκετός]], μετὰ μετοχ., χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἐωυτῇ παρέχουσα Ἡρόδ. 1. 32· ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Εὐρ. Ρῆσ. 447·- ἀπροσ., [[εἶναι]] ἀρκετόν, ἀρκεῖ, ἐξαρκεῖ (ἀπόχρη), καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρὸς Σοφ. Ἀποσπ. 107.
|elnltext=κατ-αρκέω geheel voldoende zijn, met nom. en ptc.: χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα geen enkel land is volledig in staat in zijn eigen behoeften te voorzien Hdt. 1.32.8.
}}
{{elru
|elrutext='''καταρκέω:''' [[быть вполне достаточным]]: [[χώρη]] [[οὐδεμία]] καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα Her. ни один край не является вполне самодовлеющим; ἐμοὶ [[φῶς]] ἓν ἡλίου καταρκέσει Eur. мне хватит одного дня; καταρκεῖ impers. Soph. достаточно.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταρκέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, είμαι [[ολότελα]] [[αυτάρκης]], σε Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''καταρκέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, είμαι [[ολότελα]] [[αυτάρκης]], σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταρκέω:''' [[быть вполне достаточным]]: [[χώρη]] [[οὐδεμία]] καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα Her. ни один край не является вполне самодовлеющим; ἐμοὶ [[φῶς]] ἓν ἡλίου καταρκέσει Eur. мне хватит одного дня; καταρκεῖ impers. Soph. достаточно.
|lstext='''καταρκέω''': Ἰων. καὶ Τραγ., εἶμαι ἐντελῶς [[ἀρκετός]], μετὰ μετοχ., χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἐωυτῇ παρέχουσα Ἡρόδ. 1. 32· ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Εὐρ. Ρῆσ. 447·- ἀπροσ., [[εἶναι]] ἀρκετόν, ἀρκεῖ, ἐξαρκεῖ (ἀπόχρη), καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρὸς Σοφ. Ἀποσπ. 107.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-αρκέω geheel voldoende zijn, met nom. en ptc.: χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα geen enkel land is volledig in staat in zijn eigen behoeften te voorzien Hdt. 1.32.8.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. έσω<br />to be [[fully]] [[sufficient]], Hdt., Eur.
|mdlsjtxt=fut. έσω<br />to be [[fully]] [[sufficient]], Hdt., Eur.
}}
}}