Anonymous

καταδαρθάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> καταδαρθήσομαι, <i>ao.2</i> [[κατέδαρθον]], épq. [[κατέδραθον]], <i>pf.</i> καταδεδάρθηκα;<br /><b>1</b> s'endormir, dormir;<br /><b>2</b> passer la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δαρθάνω]].
|btext=<i>f.</i> καταδαρθήσομαι, <i>ao.2</i> [[κατέδαρθον]], épq. [[κατέδραθον]], <i>pf.</i> καταδεδάρθηκα;<br /><b>1</b> s'endormir, dormir;<br /><b>2</b> passer la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δαρθάνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταδαρθάνω''': ἀόρ. κατέδαρθον, καὶ κατὰ ποιητ. μετάθεσιν κατέδρᾰθον, Ὅμ.· [[ὡσαύτως]] παθ. ἀόρ. β’ κατεδάρθην, γ΄ πληθ. κατέδαρθεν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1227,- [[χρόνος]] ὃν μεταχειρίζονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον οἱ μεταγενέστεροι ([[διότι]] ἐν Ὀδ. Ε. 471 ὁ Βεκκῆρος γράφει καταδράθω (ἐνεργ.) ἀντὶ -δραθῶ (Παθ.) καὶ ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 300 ὁ Πόρσων διώρθωσε καταδαρθόντα ἀντὶ -θέντα). Ἀποκοιμῶμαι, κοιμῶμαι, «[[πλαγιάζω]]» (ἴδε κατωτ.), κατὰ τὸ πλεῖστον εὔχρηστον ἐν τῷ ἀορ., ἐν θάμνοισι κατέδραθον Ὀδ. Ζ. 285, πρβλ. Ψ. 18· τὼ δ’ ἐς δέμνια βάντε κατέδραθον Θ. 296· [[καδδραθέτην]] ἀντὶ κατεδραθέτην, Ο. 494· εἰ δέ κεν… καταδράθω Ὀδ. Ε. 471· ἔασον καταδαρθεῖν τί με, «νὰ πάρω ὀλίγον [[ὕπνον]]», νὰ κοιμηθῶ ὀλίγον, Ἀριστοφ. Νεφ. 38· κατέδαρθεν [[εὐδαίμων]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445Α, πρβλ Ἱππ. 1151Ε, Ξενοφ. Ἀγησ. 9, 3·- ἐν τῷ ἐνεστ., ἀποκοιμῶμαι, καταλαμβάνομαι ὑπὸ τοῦ ὕπνου, ἀντίθετον τοῦ ἀνεγείρομαι, Πλάτ. Φαίδων 71D, 72Β: πρκμ. καταδεδαρθηκώς, ἀποκοιμηθείς, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 219C. 2) [[ἁπλῶς]] [[διέρχομαι]] τὴν νύκτα, κοιμῶμαί που, κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Θουκ. 6. 61.
|elnltext=κατα-δαρθάνω, them. aor. κατέδαρθον, ep. aor. κατέδραθον, conj. καταδράθω, θη - aor. κατεδάρθην; perf. καταδεδάρθηκα in slaap vallen; in aor. slapen:. ἐν θάμνοισι κατέδραθον ik heb in de bosjes geslapen Od. 7.285; ἔασον … καταδαρθεῖν τί με laat me een dutje doen Aristoph. Nub. 38. uitbr. de nacht doorbrengen:. οὐδὲν περιττότερον καταδεδαρθηκώς ἀνέστην zonder dat er iets bijzonders gebeurde heb ik met hem de nacht doorgebracht en ben ik weer opgestaan Plat. Smp. 219c.
}}
{{elru
|elrutext='''καταδαρθάνω:''' (fut. καταδαρθήσομαι, aor. 2 [[κατέδαρθον]] - эп. [[κατέδραθον|κατέδρᾰθον]], pf. καταδεδάρθηκα, эп. conjct. [[καταδράθω]]; aor. 2 pass. [[κατεδάρθην]]; inf. aor. тж. καταδαρθεῖν; conjct. aor. pass. καταδαρθῶμεν - эп. [[καταδραθῶ]]; part. aor. καταδαρθείς)<br /><b class="num">1)</b> [[засыпать]], [[погружаться в сон]] (θάμνοισ᾽ ἐν πυκνοῖσι Hom.; καταδαρθὼν ὄψιν εἶδεν Plut.): καταδεδαρθηκώς Plat. заснувший;<br /><b class="num">2)</b> [[проводить ночь]] (ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Thuc.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''καταδαρθάνω:''' αόρ. βʹ <i>-έδαρθον</i>, μεταφ. <i>-έδρᾰθον</i>, βʹ πληθ. <i>καδραθέτην</i>, παρακ. <i>-δεδάρθηκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[αποκοιμιέμαι]]· στον αόρ., [[πλαγιάζω]], [[κοιμάμαι]] [[βαθιά]], σε Ομήρ. Οδ.· στον ενεστ., [[αποκοιμιέμαι]], καταλαμβάνομαι από [[νύστα]] ή κυριεύομαι από ύπνο, σε Πλάτ.· παρακ. <i>καταδεδαρθηκώς</i>, αυτός που έχει αποκοιμηθεί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κυρίως]] περνώ [[κάπου]] την [[νύχτα]], [[διανυκτερεύω]], [[κατέδαρθον]] ἐν ὅπλοις, σε Θουκ.
|lsmtext='''καταδαρθάνω:''' αόρ. βʹ <i>-έδαρθον</i>, μεταφ. <i>-έδρᾰθον</i>, βʹ πληθ. <i>καδραθέτην</i>, παρακ. <i>-δεδάρθηκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[αποκοιμιέμαι]]· στον αόρ., [[πλαγιάζω]], [[κοιμάμαι]] [[βαθιά]], σε Ομήρ. Οδ.· στον ενεστ., [[αποκοιμιέμαι]], καταλαμβάνομαι από [[νύστα]] ή κυριεύομαι από ύπνο, σε Πλάτ.· παρακ. <i>καταδεδαρθηκώς</i>, αυτός που έχει αποκοιμηθεί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κυρίως]] περνώ [[κάπου]] την [[νύχτα]], [[διανυκτερεύω]], [[κατέδαρθον]] ἐν ὅπλοις, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταδαρθάνω:''' (fut. καταδαρθήσομαι, aor. 2 [[κατέδαρθον]] - эп. [[κατέδραθον|κατέδρᾰθον]], pf. καταδεδάρθηκα, эп. conjct. [[καταδράθω]]; aor. 2 pass. [[κατεδάρθην]]; inf. aor. тж. καταδαρθεῖν; conjct. aor. pass. καταδαρθῶμεν - эп. [[καταδραθῶ]]; part. aor. καταδαρθείς)<br /><b class="num">1)</b> [[засыпать]], [[погружаться в сон]] (θάμνοισ᾽ ἐν πυκνοῖσι Hom.; καταδαρθὼν ὄψιν εἶδεν Plut.): καταδεδαρθηκώς Plat. заснувший;<br /><b class="num">2)</b> [[проводить ночь]] (ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Thuc.).
|lstext='''καταδαρθάνω''': ἀόρ. κατέδαρθον, καὶ κατὰ ποιητ. μετάθεσιν κατέδρᾰθον, Ὅμ.· [[ὡσαύτως]] παθ. ἀόρ. β’ κατεδάρθην, γ΄ πληθ. κατέδαρθεν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1227,- [[χρόνος]] ὃν μεταχειρίζονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον οἱ μεταγενέστεροι ([[διότι]] ἐν Ὀδ. Ε. 471 ὁ Βεκκῆρος γράφει καταδράθω (ἐνεργ.) ἀντὶ -δραθῶ (Παθ.) καὶ ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 300 ὁ Πόρσων διώρθωσε καταδαρθόντα ἀντὶ -θέντα). Ἀποκοιμῶμαι, κοιμῶμαι, «[[πλαγιάζω]]» (ἴδε κατωτ.), κατὰ τὸ πλεῖστον εὔχρηστον ἐν τῷ ἀορ., ἐν θάμνοισι κατέδραθον Ὀδ. Ζ. 285, πρβλ. Ψ. 18· τὼ δ’ ἐς δέμνια βάντε κατέδραθον Θ. 296· [[καδδραθέτην]] ἀντὶ κατεδραθέτην, Ο. 494· εἰ δέ κεν… καταδράθω Ὀδ. Ε. 471· ἔασον καταδαρθεῖν τί με, «νὰ πάρω ὀλίγον [[ὕπνον]]», νὰ κοιμηθῶ ὀλίγον, Ἀριστοφ. Νεφ. 38· κατέδαρθεν [[εὐδαίμων]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445Α, πρβλ Ἱππ. 1151Ε, Ξενοφ. Ἀγησ. 9, 3·- ἐν τῷ ἐνεστ., ἀποκοιμῶμαι, καταλαμβάνομαι ὑπὸ τοῦ ὕπνου, ἀντίθετον τοῦ ἀνεγείρομαι, Πλάτ. Φαίδων 71D, 72Β: πρκμ. καταδεδαρθηκώς, ἀποκοιμηθείς, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 219C. 2) [[ἁπλῶς]] [[διέρχομαι]] τὴν νύκτα, κοιμῶμαί που, κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Θουκ. 6. 61.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-δαρθάνω, them. aor. κατέδαρθον, ep. aor. κατέδραθον, conj. καταδράθω, θη - aor. κατεδάρθην; perf. καταδεδάρθηκα in slaap vallen; in aor. slapen:. ἐν θάμνοισι κατέδραθον ik heb in de bosjes geslapen Od. 7.285; ἔασον … καταδαρθεῖν τί με laat me een dutje doen Aristoph. Nub. 38. uitbr. de nacht doorbrengen:. οὐδὲν περιττότερον καταδεδαρθηκώς ἀνέστην zonder dat er iets bijzonders gebeurde heb ik met hem de nacht doorgebracht en ben ik weer opgestaan Plat. Smp. 219c.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor2 -έδαρθον metaph. -έδρᾰθον 2nd pl. καδραθέτην perf. -δεδάρθηκα<br /><b class="num">1.</b> to [[fall]] [[asleep]], in aor. to be [[asleep]], [[sleep]], Od.:—in pres. to be [[just]] falling [[asleep]], Plat.; perf. καταδεδαρθηκώς having [[fallen]] [[asleep]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> [[simply]] to [[pass]] the [[night]], [[κατέδαρθον]] ἐν ὅπλοις Thuc.
|mdlsjtxt=aor2 -έδαρθον metaph. -έδρᾰθον 2nd pl. καδραθέτην perf. -δεδάρθηκα<br /><b class="num">1.</b> to [[fall]] [[asleep]], in aor. to be [[asleep]], [[sleep]], Od.:—in pres. to be [[just]] falling [[asleep]], Plat.; perf. καταδεδαρθηκώς having [[fallen]] [[asleep]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> [[simply]] to [[pass]] the [[night]], [[κατέδαρθον]] ἐν ὅπλοις Thuc.
}}
}}