Anonymous

καταρρέπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> incliner d'un côté;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire pencher, faire chanceler.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥέπω]].
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> incliner d'un côté;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire pencher, faire chanceler.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥέπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταρρέπω''': μέλλ. -ψω, [[κλίνω]] πρὸς τὸ ἓν [[μέρος]], [[κυρίως]] ἐπὶ τῆς ζυγαριᾶς, [[κλίνω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], τὰ ἀκρώμια τὰ καταρρέποντα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ἀντίθ. τῷ [[ἰσορροπέω]] καὶ ζυγοστατοῦμαι, ἵνα μὴ νεύῃ [[μηδὲ]] ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ’ ἰσορροποῦν καὶ ζυγοστατούμενον ἐπὶ πολὺ διαμένῃ Πολύδ. 6. 10, 7· ἐπί τι Ἐπίκ. π. Διογ. Λ. 10. 95. ΙΙ. μεταβ. [[κλίνω]] τινὰ πρὸς τὰ [[κάτω]], τὸν κάμω νὰ πέσῃ, [[καταβάλλω]], ἀντίθ. τῷ ὀρθῶ τινα· [[τύχη]] γὰρ ὀρθοῖ καὶ [[τύχη]] καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ’ ἀεὶ Σοφ. Ἀντ. 1158· πρβλ. [[ἐπιρρέπω]]· [[Ζεύς|Ζεὺς]] τὸ [[τάλαντον]] ἐπιρρέπει Θέογν. 157.
|elnltext=κατα-ρρέπω neerwaarts buigen; overdr. ten val brengen:. τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα het lot brengt een gelukkig mens ten val Soph. Ant. 1158.
}}
{{elru
|elrutext='''καταρρέπω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[наклоняться]], [[склоняться]], [[опускаться]], Polyb., Plut., Epicur. ap. Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[бросать вниз]], [[низвергать]] ([[τύχη]] ὀρθοῖ καὶ [[τύχη]] καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τὸν δὲ δυστυχοῦντ᾽ [[ἀεί]] Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''καταρρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, κάνω [[κάτι]] να ρέπει προς τη μια [[μεριά]], προς μια [[κατεύθυνση]], κάνω να λυγίσει, σε Σοφ.
|lsmtext='''καταρρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, κάνω [[κάτι]] να ρέπει προς τη μια [[μεριά]], προς μια [[κατεύθυνση]], κάνω να λυγίσει, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταρρέπω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[наклоняться]], [[склоняться]], [[опускаться]], Polyb., Plut., Epicur. ap. Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[бросать вниз]], [[низвергать]] ([[τύχη]] ὀρθοῖ καὶ [[τύχη]] καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τὸν δὲ δυστυχοῦντ᾽ [[ἀεί]] Soph.).
|lstext='''καταρρέπω''': μέλλ. -ψω, [[κλίνω]] πρὸς τὸ ἓν [[μέρος]], [[κυρίως]] ἐπὶ τῆς ζυγαριᾶς, [[κλίνω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], τὰ ἀκρώμια τὰ καταρρέποντα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ἀντίθ. τῷ [[ἰσορροπέω]] καὶ ζυγοστατοῦμαι, ἵνα μὴ νεύῃ [[μηδὲ]] ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ’ ἰσορροποῦν καὶ ζυγοστατούμενον ἐπὶ πολὺ διαμένῃ Πολύδ. 6. 10, 7· ἐπί τι Ἐπίκ. π. Διογ. Λ. 10. 95. ΙΙ. μεταβ. [[κλίνω]] τινὰ πρὸς τὰ [[κάτω]], τὸν κάμω νὰ πέσῃ, [[καταβάλλω]], ἀντίθ. τῷ ὀρθῶ τινα· [[τύχη]] γὰρ ὀρθοῖ καὶ [[τύχη]] καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ’ ἀεὶ Σοφ. Ἀντ. 1158· πρβλ. [[ἐπιρρέπω]]· [[Ζεύς|Ζεὺς]] τὸ [[τάλαντον]] ἐπιρρέπει Θέογν. 157.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-ρρέπω neerwaarts buigen; overdr. ten val brengen:. τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα het lot brengt een gelukkig mens ten val Soph. Ant. 1158.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to make to [[incline]] downwards, make to [[fall]], Soph.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to make to [[incline]] downwards, make to [[fall]], Soph.
}}
}}