Anonymous

καγχαλάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[καγχάζω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[καγχάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καγχᾰλάω''': (παρ’ Ὁμ. καγχαλόω), γελῶ ἠχηρῶς, [[καγχάζω]], Λατ. cachinnari, καγχαλόωσι, καγχάζουσι χλευαστικῶς, Ἰλ. Γ. 43· καγχαλόων, χαίρων, ἀγαλλόμενος, Ζ. 514, Κ. 565· κεγχαλόωσα Ὀδ. Ψ. 1, 59· καγχαλάασκε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 996· - πρβλ. [[καχάζω]].
|elnltext=καγχαλάω [~ χαλάω, καγχάζω?] ep. indic. praes. act. 3 plur. καγχαλόωσι, ep. ptc. praes. act. m. καγχαλόων, f. καγχαλόωσα, uitgelaten zijn, juichen.
}}
{{elru
|elrutext='''καγχᾰλάω:''' Hom. = [[καγχάζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καγχᾰλάω:''' [[γελώ]] [[δυνατά]], ηχηρά, μεγαλόφωνα, Λατ. cachinnari, σε Επικ. τύπους, γʹ πληθ. <i>καγχαλόωσι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· μτχ. <i>καγχαλόων</i>, <i>-όωσα</i>, σε Όμηρ. (όπως το [[καγχάζω]], ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''καγχᾰλάω:''' [[γελώ]] [[δυνατά]], ηχηρά, μεγαλόφωνα, Λατ. cachinnari, σε Επικ. τύπους, γʹ πληθ. <i>καγχαλόωσι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· μτχ. <i>καγχαλόων</i>, <i>-όωσα</i>, σε Όμηρ. (όπως το [[καγχάζω]], ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καγχᾰλάω:''' Hom. = [[καγχάζω]].
|lstext='''καγχᾰλάω''': (παρ’ Ὁμ. καγχαλόω), γελῶ ἠχηρῶς, [[καγχάζω]], Λατ. cachinnari, καγχαλόωσι, καγχάζουσι χλευαστικῶς, Ἰλ. Γ. 43· καγχαλόων, χαίρων, ἀγαλλόμενος, Ζ. 514, Κ. 565· κεγχαλόωσα Ὀδ. Ψ. 1, 59· καγχαλάασκε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 996· - πρβλ. [[καχάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καγχαλάω [~ χαλάω, καγχάζω?] ep. indic. praes. act. 3 plur. καγχαλόωσι, ep. ptc. praes. act. m. καγχαλόων, f. καγχαλόωσα, uitgelaten zijn, juichen.
}}
}}
{{etym
{{etym