Anonymous

κατακτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> κατακτήσομαι, <i>ao.</i> κατεκτησάμην;<br />acquérir, conquérir ; posséder : <i>fig.</i> τὸ [[θέατρον]] ÉL conquérir <i>ou</i> gagner les spectateurs d'un théâtre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κτάομαι]].
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> κατακτήσομαι, <i>ao.</i> κατεκτησάμην;<br />acquérir, conquérir ; posséder : <i>fig.</i> τὸ [[θέατρον]] ÉL conquérir <i>ou</i> gagner les spectateurs d'un théâtre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κτάομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατακτάομαι''': μέλλ. -κτήσομαι, ἀποθετ., ἀποκτῶ δι’ ἐμαυτὸν ἐντελῶς, [[καταλαμβάνω]] τι, ἔχω ὑπὸ τὴν πλήρη κατοχήν μου, Σοφ. Αἴ. 768· εἰ μὴ κατακτήσει νοῦν τινα= ἐὰν δὲν συνέλθῃς εἰς τὸν νοῦν σου, [[αὐτόθι]] 1256, Ἰσοκρ. 79Β· βίον κ. Πλάτ. Τίμ. 75Β· χώραν κ. Πολύβ. 6. 7, 4· βασιλείαν, ὄρη, οἴκησιν κατ. Στράβ. 6. 273·- μεταφ., [[κερδίζω]] πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, [[κερδίζω]] ἐντελῶς τὴν εὔνοιάν τινος, τὸ [[θέατρον]]·= τὰς ψυχὰς τῶν θεατῶν κατ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 8·- ἀόριστός τις β' ἐνεργ. κατέκτην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κατάκτημι) ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 6270. ΙΙ. παθ. ἀόρ. ἐπὶ παθ. σημασίας, τὰ κατακτηθέντα Διόδ. 16. 56.
|elnltext=κατα-κτάομαι verwerven, verkrijgen, in bezit nemen.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακτάομαι:''' (fut. κατακτήσομαι, aor. κατεκτησάμην; aor. pass. κατεκτήθην) приобретать, завладевать (τὴν [[ἀρχήν]] Arst.; τὴν οἰκουμένην Plut.); в истор. врем. обладать, владеть ([[κράτος]], [[νοῦν]] τινα Soph.; πλούτους Isocr.; βίον διπλοῦν Plat.; χῶραν Polyb.; ἡγεμονίαν Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακτάομαι:''' μέλ. <i>-κτήσομαι</i>, αποθ., [[αποκτώ]] εντελώς για τον εαυτό μου, [[κατακτώ]], και στους ιστορικούς χρόνους, έχω υπό την πλήρη [[κατοχή]] μου, σε Σοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''κατακτάομαι:''' μέλ. <i>-κτήσομαι</i>, αποθ., [[αποκτώ]] εντελώς για τον εαυτό μου, [[κατακτώ]], και στους ιστορικούς χρόνους, έχω υπό την πλήρη [[κατοχή]] μου, σε Σοφ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατακτάομαι:''' (fut. κατακτήσομαι, aor. κατεκτησάμην; aor. pass. κατεκτήθην) приобретать, завладевать (τὴν [[ἀρχήν]] Arst.; τὴν οἰκουμένην Plut.); в истор. врем. обладать, владеть ([[κράτος]], [[νοῦν]] τινα Soph.; πλούτους Isocr.; βίον διπλοῦν Plat.; χῶραν Polyb.; ἡγεμονίαν Plut.).
|lstext='''κατακτάομαι''': μέλλ. -κτήσομαι, ἀποθετ., ἀποκτῶ δι’ ἐμαυτὸν ἐντελῶς, [[καταλαμβάνω]] τι, ἔχω ὑπὸ τὴν πλήρη κατοχήν μου, Σοφ. Αἴ. 768· εἰ μὴ κατακτήσει νοῦν τινα= ἐὰν δὲν συνέλθῃς εἰς τὸν νοῦν σου, [[αὐτόθι]] 1256, Ἰσοκρ. 79Β· βίον κ. Πλάτ. Τίμ. 75Β· χώραν κ. Πολύβ. 6. 7, 4· βασιλείαν, ὄρη, οἴκησιν κατ. Στράβ. 6. 273·- μεταφ., [[κερδίζω]] πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, [[κερδίζω]] ἐντελῶς τὴν εὔνοιάν τινος, τὸ [[θέατρον]]·= τὰς ψυχὰς τῶν θεατῶν κατ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 8·- ἀόριστός τις β' ἐνεργ. κατέκτην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κατάκτημι) ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 6270. ΙΙ. παθ. ἀόρ. ἐπὶ παθ. σημασίας, τὰ κατακτηθέντα Διόδ. 16. 56.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κτάομαι verwerven, verkrijgen, in bezit nemen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -κτήσομαι<br />Dep. to get for [[oneself]] [[entirely]], [[gain]] [[possession]] of, and in [[past]] tenses, to [[have]] in [[full]] [[possession]], Soph., etc.
|mdlsjtxt=fut. -κτήσομαι<br />Dep. to get for [[oneself]] [[entirely]], [[gain]] [[possession]] of, and in [[past]] tenses, to [[have]] in [[full]] [[possession]], Soph., etc.
}}
}}