Anonymous

καταφαρμάσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=empoisonner ; <i>fig.</i> ensorceler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φαρμάσσω]].
|btext=empoisonner ; <i>fig.</i> ensorceler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φαρμάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταφαρμάσσω''': διὰ φαρμάκων [[μαγεύω]] ἢ καὶ βλάπττω, δηλητηριάζω (ὡς τὸ [[φαρμακεύω]]), κατά με ἐφάρμαξες Ἡρόδ. 2. 181· [[μαγεύω]], [[γοητεύω]], ὁ Δίων κατεπᾴδων καὶ κ. [[Διονύσιον]] τῷ τοῦ Πλάτωνος λόγῳ Πλουτ. Δίων 14· [[ἀνακουφίζω]], [[καταπραΰνω]], λογισμοῖς τὸ [[πάθος]] κ. Γρηγ. Νύσσ.
|elnltext=κατα-φαρμάσσω betoveren (met middeltjes): κατά με ἐφάρμαξας je hebt mij betoverd Hdt. 2.181.3 (tmesis); overdr.: τῷ Πλάτωνος λόγῳ Διονύσιον κ. Dionysus betoveren met Plato’s leer Plut. Dion 14 1.
}}
{{elru
|elrutext='''καταφαρμάσσω:''' атт. καταφαρμάττω<br /><b class="num">1)</b> [[отравлять]] (τινά Her. - in tmesi);<br /><b class="num">2)</b> [[околдовывать]], [[зачаровывать]] (τῷ λόγῳ τινά Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''καταφαρμάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[θέλγω]] με φάρμακα, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''καταφαρμάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[θέλγω]] με φάρμακα, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταφαρμάσσω:''' атт. καταφαρμάττω<br /><b class="num">1)</b> [[отравлять]] (τινά Her. - in tmesi);<br /><b class="num">2)</b> [[околдовывать]], [[зачаровывать]] (τῷ λόγῳ τινά Plut.).
|lstext='''καταφαρμάσσω''': διὰ φαρμάκων [[μαγεύω]] ἢ καὶ βλάπττω, δηλητηριάζω (ὡς τὸ [[φαρμακεύω]]), κατά με ἐφάρμαξες Ἡρόδ. 2. 181· [[μαγεύω]], [[γοητεύω]], ὁ Δίων κατεπᾴδων καὶ κ. [[Διονύσιον]] τῷ τοῦ Πλάτωνος λόγῳ Πλουτ. Δίων 14· [[ἀνακουφίζω]], [[καταπραΰνω]], λογισμοῖς τὸ [[πάθος]] κ. Γρηγ. Νύσσ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-φαρμάσσω betoveren (met middeltjes): κατά με ἐφάρμαξας je hebt mij betoverd Hdt. 2.181.3 (tmesis); overdr.: τῷ Πλάτωνος λόγῳ Διονύσιον κ. Dionysus betoveren met Plato’s leer Plut. Dion 14 1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[bewitch]] with drugs, Hdt.
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[bewitch]] with drugs, Hdt.
}}
}}