Anonymous

κατοχή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action de retenir, gén. ; [[αἱ]] κατοχαί empêchements, obstacles;<br /><b>2</b> possession par la divinité ; inspiration, délire divin.<br />'''Étymologie:''' [[κατέχω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action de retenir, gén. ; [[αἱ]] κατοχαί empêchements, obstacles;<br /><b>2</b> possession par la divinité ; inspiration, délire divin.<br />'''Étymologie:''' [[κατέχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατοχή''': , ([[κατέχω]]), τὸ κατέχειν τινά, [[κράτησις]], συγκράτησις, [[περιορισμός]], τινος ἐν Σούσοισι Ἡρόδ. 5. 35· ἡ κ. τοῦ πνεύματος λύει τὸν λυγμόν, ἡ [[κράτησις]] τῆς ἀναπνοῆς (ὁ Ἀριστοτ. [[κάθεξις]] τοῦ πνεύματος), Ἀλέξ. Ἀφροδ.· ἀνείρξεις καὶ κ., ἄδειαι καὶ ἐμπόδια, Πλούτ. 2. 584Ε. ΙΙ. [[κτῆσις]], Juris C. 2) τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματός τινος, [[ἔμπνευσις]], Πλουτ. Ἀλέξ. 2· πάντα ἐν τῇ κατ. ἀληθεύουσα ἐφαίνετο Ἀρρ. Ἀν. 4. 13, 5· ἴδε [[κατοκωχή]]. 3) «καταληψία, καταφορὰς βαρείας ἐργάζεται, ἃς ὀνομάζομεν ἀποπληξίας καὶ κάρους καὶ κατοχάς· ἡ δὲ κατοχὴ [[ἀναισθησία]] ψυχῆς μετὰ πήξεως τοῦ παντὸς σώματος· ὁ δὲ [[κάτοχος]] εἶνε τριῶν εἰδῶν, [[ὑπνώδης]], ἐγρηγορώς, φρενιτικὸς» Γαλην. 10. 314, πρβλ. [[κατάληψις]], [[κάτοχος]] ΙΙΙ. 2.
|elnltext=κατοχή -ῆς, ἡ [κατέχω] gevangenhouding. bezetenheid, extase.
}}
{{elru
|elrutext='''κατοχή:''' ἡ (= [[κατοκωχή]])<br /><b class="num">1)</b> [[задержание]], [[арест]] (τοῦ Ἱστιαίου Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[помеха]], [[задержка]] (ἀνείρξεις καὶ κατοχαί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[одержимость]], [[исступление]] (κατοχαὶ καὶ ἐνθουσιασμοί Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατοχή:''' ἡ ([[κατέχω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κράτηση]], [[συγκράτηση]], [[περιορισμός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατάληψη]] από [[πνεύμα]], [[έμπνευση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατοχή:''' ἡ ([[κατέχω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κράτηση]], [[συγκράτηση]], [[περιορισμός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατάληψη]] από [[πνεύμα]], [[έμπνευση]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατοχή:''' ἡ (= [[κατοκωχή]])<br /><b class="num">1)</b> [[задержание]], [[арест]] (τοῦ Ἱστιαίου Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[помеха]], [[задержка]] (ἀνείρξεις καὶ κατοχαί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[одержимость]], [[исступление]] (κατοχαὶ καὶ ἐνθουσιασμοί Plut.).
|lstext='''κατοχή''': , ([[κατέχω]]), τὸ κατέχειν τινά, [[κράτησις]], συγκράτησις, [[περιορισμός]], τινος ἐν Σούσοισι Ἡρόδ. 5. 35· ἡ κ. τοῦ πνεύματος λύει τὸν λυγμόν, ἡ [[κράτησις]] τῆς ἀναπνοῆς (ὁ Ἀριστοτ. [[κάθεξις]] τοῦ πνεύματος), Ἀλέξ. Ἀφροδ.· ἀνείρξεις καὶ κ., ἄδειαι καὶ ἐμπόδια, Πλούτ. 2. 584Ε. ΙΙ. [[κτῆσις]], Juris C. 2) τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματός τινος, [[ἔμπνευσις]], Πλουτ. Ἀλέξ. 2· πάντα ἐν τῇ κατ. ἀληθεύουσα ἐφαίνετο Ἀρρ. Ἀν. 4. 13, 5· ἴδε [[κατοκωχή]]. 3) «καταληψία, καταφορὰς βαρείας ἐργάζεται, ἃς ὀνομάζομεν ἀποπληξίας καὶ κάρους καὶ κατοχάς· ἡ δὲ κατοχὴ [[ἀναισθησία]] ψυχῆς μετὰ πήξεως τοῦ παντὸς σώματος· ὁ δὲ [[κάτοχος]] εἶνε τριῶν εἰδῶν, [[ὑπνώδης]], ἐγρηγορώς, φρενιτικὸς» Γαλην. 10. 314, πρβλ. [[κατάληψις]], [[κάτοχος]] ΙΙΙ. 2.
}}
{{elnl
|elnltext=κατοχή -ῆς, [κατέχω] gevangenhouding. bezetenheid, extase.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατοχή]], ἡ, [[κατέχω]]<br /><b class="num">I.</b> a holding [[fast]], [[detention]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[possession]] by a [[spirit]], inspiration, Plut.
|mdlsjtxt=[[κατοχή]], ἡ, [[κατέχω]]<br /><b class="num">I.</b> a holding [[fast]], [[detention]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[possession]] by a [[spirit]], inspiration, Plut.
}}
}}