Anonymous

κατασκοπή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆς (ἡ) :<br />observation : πέμπειν [[εἰς]] κατασκοπήν SOPH, ἐπὶ κατασκοπῇ XÉN envoyer pour observer <i>ou</i> reconnaître.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκέπτομαι]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />observation : πέμπειν [[εἰς]] κατασκοπήν SOPH, ἐπὶ κατασκοπῇ XÉN envoyer pour observer <i>ou</i> reconnaître.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκέπτομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατασκοπή''': , ἐκ τοῦ πλησίον [[ἐξέτασις]], [[κατασκόπευσις]], πέμπει τινὰ εἰς κατασκοπὴν Σοφ. Φιλ. 45· ἐς κ. [[μολεῖν]] Εὐρ. Βάκχ. 838· ἐπὶ κατασκοπῇ Ξεν. Κύρ. 6. 2, 9, πρβλ. Ἑλλ. 1. 4. 11· ἐπὶ κατασκοπὴν Πολύβ. 3. 95, κατασκοπῆς ἔνεκα Ξεν. Ἀν. 7. 4, 13· ἔχειν κ. ([[ὅπερ]] ὁ Ὅμηρ. σκοπιὴν ἔχειν, ἀντὶ τοῦ σκοπιάζειν, σκοπιωρεῖσθαι, κατασκέπτασθαι), οὐ δι’ ἀγγέλων, ἀλλ’ αὐτὸς κ. ἔχων πρὸ τοῦ χάρακος Πλουτ. Φάβ. 12· κατασκοπαῖς χρῆσθαι, κατασκοπεύειν, Θουκ. 6. 34· ἐς τὴν κ. τῶν χρημάτων, εἰς τὴν ἐπιθεώρησιν, ἐξέτασιν τῶν χρημάτων, [[αὐτόθι]] 46· κ. τῶν πραγμάτων Αἰσχίν. 31. 42.
|elnltext=κατασκοπή -ῆς, ἡ [κατασκέπτομαι] verkenning, onderzoek:. τὸν... παρόντα πέμψον ἐς κατασκοπήν zend de man die hier is op verkenning Soph. Ph. 45; κατασκοπῆς ἕνεκα om te spionneren Xen. An. 7.4.13.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκοπή:''' ἡ осмотр, наблюдение, разведка: πέμπειν κατασκοπῆς [[ἕνεκα]] или ἐπὶ κατασκοπῇ Xen., тж. εἰς κατασκοπήν Soph. и ἐπὶ τὴν κατασκοπήν Polyb. посылать для наблюдения или разведки; οἱ πρέσβεις [[ἦλθον]] αὐτοῖς εἰς τὴν κατασκοπὴν τῶν χρημάτων Thuc. (афинские) послы прибыли к ним для осмотра (их) богатств; κατασκοπαῖς [[χρᾶσθαι]] Thuc. организовывать разведку; κατασκοπὴν [[ὑποστῆναι]] Plut. отправиться на разведку.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατασκοπή:''' ἡ, κοντινή [[παρακολούθηση]], [[κατασκοπεία]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>ἐπὶκατασκοπῇ</i>, κατασκοπῆς [[ἕνεκα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''κατασκοπή:''' ἡ, κοντινή [[παρακολούθηση]], [[κατασκοπεία]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>ἐπὶκατασκοπῇ</i>, κατασκοπῆς [[ἕνεκα]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατασκοπή:''' ἡ осмотр, наблюдение, разведка: πέμπειν κατασκοπῆς [[ἕνεκα]] или ἐπὶ κατασκοπῇ Xen., тж. εἰς κατασκοπήν Soph. и ἐπὶ τὴν κατασκοπήν Polyb. посылать для наблюдения или разведки; οἱ πρέσβεις [[ἦλθον]] αὐτοῖς εἰς τὴν κατασκοπὴν τῶν χρημάτων Thuc. (афинские) послы прибыли к ним для осмотра (их) богатств; κατασκοπαῖς [[χρᾶσθαι]] Thuc. организовывать разведку; κατασκοπὴν [[ὑποστῆναι]] Plut. отправиться на разведку.
|lstext='''κατασκοπή''': ἡ, ἐκ τοῦ πλησίον [[ἐξέτασις]], [[κατασκόπευσις]], πέμπει τινὰ εἰς κατασκοπὴν Σοφ. Φιλ. 45· ἐς κ. [[μολεῖν]] Εὐρ. Βάκχ. 838· ἐπὶ κατασκοπῇ Ξεν. Κύρ. 6. 2, 9, πρβλ. Ἑλλ. 1. 4. 11· ἐπὶ κατασκοπὴν Πολύβ. 3. 95, 8· κατασκοπῆς ἔνεκα Ξεν. Ἀν. 7. 4, 13· ἔχειν κ. ([[ὅπερ]] ὁ Ὅμηρ. σκοπιὴν ἔχειν, ἀντὶ τοῦ σκοπιάζειν, σκοπιωρεῖσθαι, κατασκέπτασθαι), οὐ δι’ ἀγγέλων, ἀλλ’ αὐτὸς κ. ἔχων πρὸ τοῦ χάρακος Πλουτ. Φάβ. 12· κατασκοπαῖς χρῆσθαι, κατασκοπεύειν, Θουκ. 6. 34· ἐς τὴν κ. τῶν χρημάτων, εἰς τὴν ἐπιθεώρησιν, ἐξέτασιν τῶν χρημάτων, [[αὐτόθι]] 46· κ. τῶν πραγμάτων Αἰσχίν. 31. 42.
}}
{{elnl
|elnltext=κατασκοπή -ῆς, ἡ [κατασκέπτομαι] verkenning, onderzoek:. τὸν... παρόντα πέμψον ἐς κατασκοπήν zend de man die hier is op verkenning Soph. Ph. 45; κατασκοπῆς ἕνεκα om te spionneren Xen. An. 7.4.13.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj