Anonymous

κελευστής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />chef des rameurs, celui qui marque la mesure pour le mouvement des rames.<br />'''Étymologie:''' [[κελεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />chef des rameurs, celui qui marque la mesure pour le mouvement des rames.<br />'''Étymologie:''' [[κελεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κελευστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κελεύων, προστάσσων, παρορμῶν, ἰδίως, ὁ ὁδηγῶν τοὺς κωπηλάτας, ὁ δίδων τὸν ῥυθμὸν τῆς κωπηλασίας εἰς αὐτούς, Εὐρ. Ἑλ. 1576, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554, Θουκ. 2. 84, κτλ.· πρβλ Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 403 (397)· ὁ Πολυδ. Α', 96 συνάπτει, κελευστὴς καὶ [[τριηραύλης]]. ΙΙ. κήρυξ, Διόδ. 20. 50· πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1273.
|elnltext=κελευστής -οῦ, ὁ [κελεύω] bootsman (die de maat bij het roeien aangeeft).
}}
{{elru
|elrutext='''κελευστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[начальник команды гребцов]], [[старший]] (отбивавший такт гребцам) Xen., Thuc., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[глашатай]] Diod., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κελευστής:''' -οῦ, ὁ ([[κελεύω]]), [[κελευστής]] στο [[πλοίο]], ο [[οποίος]] έδινε τον ρυθμό στους κωπηλάτες, σε Ευρ., Θουκ.
|lsmtext='''κελευστής:''' -οῦ, ὁ ([[κελεύω]]), [[κελευστής]] στο [[πλοίο]], ο [[οποίος]] έδινε τον ρυθμό στους κωπηλάτες, σε Ευρ., Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κελευστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[начальник команды гребцов]], [[старший]] (отбивавший такт гребцам) Xen., Thuc., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[глашатай]] Diod., Plut.
|lstext='''κελευστής''': -οῦ, ὁ, κελεύων, προστάσσων, παρορμῶν, ἰδίως, ὁ ὁδηγῶν τοὺς κωπηλάτας, ὁ δίδων τὸν ῥυθμὸν τῆς κωπηλασίας εἰς αὐτούς, Εὐρ. Ἑλ. 1576, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554, Θουκ. 2. 84, κτλ.· πρβλ Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 403 (397)· ὁ Πολυδ. Α', 96 συνάπτει, κελευστὴς καὶ [[τριηραύλης]]. ΙΙ. κήρυξ, Διόδ. 20. 50· πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1273.
}}
{{elnl
|elnltext=κελευστής -οῦ, ὁ [κελεύω] bootsman (die de maat bij het roeien aangeeft).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj