Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατασκοπέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />observer avec soin, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκοπέω]].
|btext=-ῶ :<br />observer avec soin, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκοπέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατασκοπέω''': μέλλ. -σκέψομαι: ἀόρ. -εσκεψάμην, [[βλέπω]] ἐκ τοῦ πλησίον, [[ἐξετάζω]], ἐρευνῶ, κ. ὅπῃ... Εὐρ. Ἑλ. 1607·― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατασκοπεῖσθαι θαμὰ ἑαυτήν, σκοπεῖν δὲ... Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· ἐπιθεωρῶ, [[ἐξετάζω]], Πολύβ. 10. 20, 2· τινὸς Πλουτ. Σόλ. 9· ἐνεργῶ κατασκόπευσιν, προσπαθῶ κρυφίως καὶ δολίως νὰ μάθω τι, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 39· [[προσέχω]], φυλάττω φυλακήν, Λατ. speculari, ἑπὶ πλοίων, Πολύβ. 3. 95, 6.
|elnltext=κατασκοπέω [κατασκοπή] nauwkeurig bekijken, ook med.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκοπέω:''' тж. med. (fut. κατασκέψομαι, aor. [[κατεσκεψάμην]])<br /><b class="num">1)</b> [[внимательно или пристально глядеть]], [[высматривать]] (ὅπῃ νοσοῖεν ξύμμαχοι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> med. [[осматривать]] (ἑαυτόν Xen.; τὰς πανοπλίας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[злоумышлять]] (τὴν ἐλευθερίαν τινός NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κατασκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εσκεψάμην</i>· [[παρατηρώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]], [[κατασκοπεύω]], σε Ευρ.· κάνω [[αναγνώριση]] εδάφους, σε Ξεν.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.
|lsmtext='''κατασκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εσκεψάμην</i>· [[παρατηρώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]], [[κατασκοπεύω]], σε Ευρ.· κάνω [[αναγνώριση]] εδάφους, σε Ξεν.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατασκοπέω:''' тж. med. (fut. κατασκέψομαι, aor. [[κατεσκεψάμην]])<br /><b class="num">1)</b> [[внимательно или пристально глядеть]], [[высматривать]] (ὅπῃ νοσοῖεν ξύμμαχοι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> med. [[осматривать]] (ἑαυτόν Xen.; τὰς πανοπλίας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[злоумышлять]] (τὴν ἐλευθερίαν τινός NT).
|lstext='''κατασκοπέω''': μέλλ. -σκέψομαι: ἀόρ. -εσκεψάμην, [[βλέπω]] ἐκ τοῦ πλησίον, [[ἐξετάζω]], ἐρευνῶ, κ. ὅπῃ... Εὐρ. Ἑλ. 1607·― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατασκοπεῖσθαι θαμὰ ἑαυτήν, σκοπεῖν δὲ... Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· ἐπιθεωρῶ, [[ἐξετάζω]], Πολύβ. 10. 20, 2· τινὸς Πλουτ. Σόλ. 9· ἐνεργῶ κατασκόπευσιν, προσπαθῶ κρυφίως καὶ δολίως νὰ μάθω τι, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 39· [[προσέχω]], φυλάττω φυλακήν, Λατ. speculari, ἑπὶ πλοίων, Πολύβ. 3. 95, 6.
}}
{{elnl
|elnltext=κατασκοπέω [κατασκοπή] nauwkeurig bekijken, ook med.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj