Anonymous

κατευτυχέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>pf.</i> κατηυτύχηκα;<br />être heureux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὐτυχέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>pf.</i> κατηυτύχηκα;<br />être heureux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὐτυχέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατευτῠχέω''': εἶμαι [[ὅλως]] [[εὐτυχής]], εὐτυχῶ, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 1, 14· τὰ πλεῖστα Πλουτ. Σερτώρ. 18· τοῦδε τοῦ πρήγματος Ἀρέτας Ἀποκ. σ. 957·-[[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., τούτων κατευτυχηθέντων Διόδ. 20. 46.
|elnltext=κατ-ευτυχέω succes hebben.
}}
{{elru
|elrutext='''κατευτῠχέω:''' [[иметь удачу]], [[преуспевать]]: τούτων κατευτυχηθέντων Diod. когда это благополучно закончилось; ὁ στρατηγὸς κατευτύχησε Plut. полководец вышел победителем.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατευτῠχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ευημερώ]], [[ευτυχώ]] αρκετά, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατευτῠχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ευημερώ]], [[ευτυχώ]] αρκετά, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατευτῠχέω:''' [[иметь удачу]], [[преуспевать]]: τούτων κατευτυχηθέντων Diod. когда это благополучно закончилось; ὁ στρατηγὸς κατευτύχησε Plut. полководец вышел победителем.
|lstext='''κατευτῠχέω''': εἶμαι [[ὅλως]] [[εὐτυχής]], εὐτυχῶ, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 1, 14· τὰ πλεῖστα Πλουτ. Σερτώρ. 18· τοῦδε τοῦ πρήγματος Ἀρέτας Ἀποκ. σ. 957·-[[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., τούτων κατευτυχηθέντων Διόδ. 20. 46.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ευτυχέω succes hebben.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to be [[quite]] [[successful]], [[prosper]], Plut.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to be [[quite]] [[successful]], [[prosper]], Plut.
}}
}}