Anonymous

κατόνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-οσαι, -οται;<br /><i>impf. ion. sans augm.</i> κατονόμην;<br />blâmer vivement, rabaisser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὄνομαι]].
|btext=-οσαι, -οται;<br /><i>impf. ion. sans augm.</i> κατονόμην;<br />blâmer vivement, rabaisser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὄνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατόνομαι''': ἀποθ., πικρῶς [[ψέγω]], ὑποτιμῶ, [[καταμέμφομαι]], καταφρονῶ, Ἡρόδ. 2. 172· ἢ μετὰ γεν., τῶν μηδὲν κατ. Ἄρατ. 1142· ἀόρ., μή με κατονασθῇς πρὸς τὰς λιθίνας πυραμίδας (λέγουσι δηλ. αἱ πλίνθιναι πυρ.), μὴ ἐξευτελίσῃς ἡμᾶς παραβάλλων πρὸς τὰς λιθίνας πυρ., [[αὐτόθι]] 136.
|elnltext=κατ-όνομαι, conj. aor. pass. 2 sing. κατονοσθῇς, minachten.
}}
{{elru
|elrutext='''κατόνομαι:''' (ион. impf. κατονόμην) презирать (τινα Her.): μή με κατονοσθῇς πρὸς τὰς λιθίνας πυραμίδας Her. не ставь меня ниже каменных пирамид (надпись на кирпичной пирамиде царя Асиха).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατόνομαι:''' αόρ. αʹ <i>κατ-ωνόσθην</i>, αποθ.· [[υποτιμώ]], [[καταμέμφομαι]], [[καταφρονώ]], [[επικρίνω]] δηκτικά, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατόνομαι:''' αόρ. αʹ <i>κατ-ωνόσθην</i>, αποθ.· [[υποτιμώ]], [[καταμέμφομαι]], [[καταφρονώ]], [[επικρίνω]] δηκτικά, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατόνομαι:''' (ион. impf. κατονόμην) презирать (τινα Her.): μή με κατονοσθῇς πρὸς τὰς λιθίνας πυραμίδας Her. не ставь меня ниже каменных пирамид (надпись на кирпичной пирамиде царя Асиха).
|lstext='''κατόνομαι''': ἀποθ., πικρῶς [[ψέγω]], ὑποτιμῶ, [[καταμέμφομαι]], καταφρονῶ, Ἡρόδ. 2. 172· ἢ μετὰ γεν., τῶν μηδὲν κατ. Ἄρατ. 1142· ἀόρ., μή με κατονασθῇς πρὸς τὰς λιθίνας πυραμίδας (λέγουσι δηλ. αἱ πλίνθιναι πυρ.), μὴ ἐξευτελίσῃς ἡμᾶς παραβάλλων πρὸς τὰς λιθίνας πυρ., [[αὐτόθι]] 136.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-όνομαι, conj. aor. pass. 2 sing. κατονοσθῇς, minachten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 κατ-ωνόσθην<br />Dep. to [[censure]] [[bitterly]], [[depreciate]], [[abuse]], Hdt.
|mdlsjtxt=aor1 κατ-ωνόσθην<br />Dep. to [[censure]] [[bitterly]], [[depreciate]], [[abuse]], Hdt.
}}
}}