Anonymous

κατακρίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>I.</b> juger <i>ou</i> prononcer un jugement contre : θάνατόν τινος ISOCR condamner qqn à mort ; τινα et l'inf. condamner qqn à… ; θάνατον ÉL prononcer la peine de mort;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i> <b>1</b> être condamné : [[κατακέκριτο]] <i>(ion.)</i> αὐτοῖς [[θάνατος]] HDT la peine de mort avait été prononcée contre eux ; κατακεκριμένων [[οἱ]] τούτων HDT cette sentence ayant été rendue contre lui (par l'oracle);<br /><b>2</b> • <i>impers.</i> ἢν κατακριθῇ μοι XÉN si l'on prononce une condamnation contre moi.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρίνω]].
|btext=<b>I.</b> juger <i>ou</i> prononcer un jugement contre : θάνατόν τινος ISOCR condamner qqn à mort ; τινα et l'inf. condamner qqn à… ; θάνατον ÉL prononcer la peine de mort;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i> <b>1</b> être condamné : [[κατακέκριτο]] <i>(ion.)</i> αὐτοῖς [[θάνατος]] HDT la peine de mort avait été prononcée contre eux ; κατακεκριμένων [[οἱ]] τούτων HDT cette sentence ayant été rendue contre lui (par l'oracle);<br /><b>2</b> • <i>impers.</i> ἢν κατακριθῇ μοι XÉN si l'on prononce une condamnation contre moi.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατακρίνω''': μέλλ. -κρῐνῶ:― [[κρίνω]] κατὰ τινος, [[ἐναντίον]] τινός, ὡς τὸ [[καταγιγνώσκω]] (καταχειροτονῶ), θάνατόν τινος Ἰσοκρ. 11C· θάνατον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 16 (ἐν τῇ ἐπιγραφῇ).―Παθ., τοῖσι κατακέκρῐται [[θάνατος]], ἔχουσι καταδικασθῇ εἰς θάνατον οὗτοι, Ἡρόδ. 7. 146· κατακεκριμένων οἱ τούτων, ὅτε αὕτη ἡ καταδικαστικὴ [[ἀπόφασις]] ἐξεδόθη [[ἐναντίον]] [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. 2. 133, πρβλ. Ἀντιφῶντα 120. 39· ἀπρόσ., ἢν κατακρῐθῇ μοι, ἂν ἐκδοθῇ καταδικαστικὴ [[ἀπόφασις]] [[ἐναντίον]] μου, Ξεν. Ἀπολ. 7. 2)μετ’ αἰτ. προσ., [[καταδικάζω]], Ἀντιφῶν 128. 26· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κατέκρινάν μιν ἔκδοτον ἄγεσθαι Ἡρόδ. 6. 85, πρβλ. 9. 39, Θεόκρ. 23. 23 ([[ἔνθα]] ἐξυπακούεται τὸ βαδίζειν)· κ. τινὰ θανάτῳ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 18· μετ’ αἰτ. πράγμ., τί τινος, [[καταδικάζω]] τινὰ διά τι [[πρᾶγμα]], κ. πολλὴν ἄνοιάν τινος Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 3, 9· ψευδολογίαν τινὸς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 14, 4.― Παθ., καταδικάζομαι, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 54· ψήφῳ θανάτου κατακεκριμένος Εὐρ. Ἀνδ. 496 (πρβλ. [[κατακυρόω]])· κατακεκριμένος ἀποθνήσκειν Ξεν. Ἱέρ. 7, 10· κατακριθῶμεν πενίαν, θάνατον, φυγήν Γρηγ. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], κρίνομαι, νομίζομαι, θεωροῦμαι, κατεκρίθη [[Ἀπόλλων]] ἀγανὸς [[ἔμμεν]] Πινδ. Ἀποσπ. 116· πρβλ. [[καταδοκέω]].
|elnltext=κατα-κρίνω veroordelen, met acc. en inf.:; κατέκρινάν μιν ἔκδοτον ἄγεσθαι zij veroordeelden hem ertoe uitgeleverd te worden Hdt. 6.85.1, ἀποθανεῖν κ. veroordelen om te sterven Plut. Phoc. 34.3; met dat.:; κ. θανάτῳ ter dood veroordelen NT Mt. 20.18; pass. met straf als subj.: τοῖσι μὲν κατεκέκριτο θάνατος hun was de doodstraf opgelegd Hdt. 7.146.2.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακρίνω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[определять в виде наказания]], [[назначать]] (θάνατόν τινος Isocr.): κατακεκριμένων οἱ τούτον Her. когда это было ему определено оракулом;<br /><b class="num">2)</b> [[выносить обвинительный приговор]], [[осуждать]] (κατακεκριμένος κατὰ τὸν νόμον Xen.; τὴν ἁμαρτίαν NT): ἢν κατακριθῇ μοι impers. Xen. если я буду осужден;<br /><b class="num">3)</b> [[присуждать]], [[приговаривать]] (τινὰ θανάτῳ и τινὰ εἶναι ἔνοχον θανάτου NT): κατακεκριμένος θανάτου Eur. и ἀποθνῄσκειν Xen. осужденный на смерть; κ. τῆς [[ὄψιος]] στερηθῆναι Her. приговорить к лишению зрения; [[βαδίζω]], [[ἔνθα]] τύ [[μευ]] κατέκρινας Theocr. я ухожу, куда ты указал мне;<br /><b class="num">4)</b> [[судить]], [[полагать]] (ἐκ τῆς ὑπολήψεως ἢ τῆς ὑποψίας Arst.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''κατακρίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνῶ</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[καταδικάζω]], [[εκδίδω]] καταδικαστική [[απόφαση]] [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινός</i> — Παθ., τοῖσι κατακέκρῐται [[θάνατος]], έχουν καταδικασθεί σε θάνατο, σε Ηρόδ.· <i>κατακεκριμένων οἱ τούτων</i>, όταν εξεδόθη, εκδόθηκε καταδικαστική [[απόφαση]] [[εναντίον]] μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[καταδικάζω]], <i>κατέκρινάν μινἔκδοτον ἄγεσθαι</i>, σε Ηρόδ.· <i>κ. τινὰ θανάτῳ</i>, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καταδικάζομαι, σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''κατακρίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνῶ</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[καταδικάζω]], [[εκδίδω]] καταδικαστική [[απόφαση]] [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινός</i> — Παθ., τοῖσι κατακέκρῐται [[θάνατος]], έχουν καταδικασθεί σε θάνατο, σε Ηρόδ.· <i>κατακεκριμένων οἱ τούτων</i>, όταν εξεδόθη, εκδόθηκε καταδικαστική [[απόφαση]] [[εναντίον]] μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[καταδικάζω]], <i>κατέκρινάν μινἔκδοτον ἄγεσθαι</i>, σε Ηρόδ.· <i>κ. τινὰ θανάτῳ</i>, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καταδικάζομαι, σε Ευρ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατακρίνω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[определять в виде наказания]], [[назначать]] (θάνατόν τινος Isocr.): κατακεκριμένων οἱ τούτον Her. когда это было ему определено оракулом;<br /><b class="num">2)</b> [[выносить обвинительный приговор]], [[осуждать]] (κατακεκριμένος κατὰ τὸν νόμον Xen.; τὴν ἁμαρτίαν NT): ἢν κατακριθῇ μοι impers. Xen. если я буду осужден;<br /><b class="num">3)</b> [[присуждать]], [[приговаривать]] (τινὰ θανάτῳ и τινὰ εἶναι ἔνοχον θανάτου NT): κατακεκριμένος θανάτου Eur. и ἀποθνῄσκειν Xen. осужденный на смерть; κ. τῆς [[ὄψιος]] στερηθῆναι Her. приговорить к лишению зрения; [[βαδίζω]], [[ἔνθα]] τύ [[μευ]] κατέκρινας Theocr. я ухожу, куда ты указал мне;<br /><b class="num">4)</b> [[судить]], [[полагать]] (ἐκ τῆς ὑπολήψεως ἢ τῆς ὑποψίας Arst.).
|lstext='''κατακρίνω''': μέλλ. -κρῐνῶ:― [[κρίνω]] κατὰ τινος, [[ἐναντίον]] τινός, ὡς τὸ [[καταγιγνώσκω]] (καταχειροτονῶ), θάνατόν τινος Ἰσοκρ. 11C· θάνατον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 16 (ἐν τῇ ἐπιγραφῇ).―Παθ., τοῖσι κατακέκρῐται [[θάνατος]], ἔχουσι καταδικασθῇ εἰς θάνατον οὗτοι, Ἡρόδ. 7. 146· κατακεκριμένων οἱ τούτων, ὅτε αὕτη ἡ καταδικαστικὴ [[ἀπόφασις]] ἐξεδόθη [[ἐναντίον]] [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. 2. 133, πρβλ. Ἀντιφῶντα 120. 39· ἀπρόσ., ἢν κατακρῐθῇ μοι, ἂν ἐκδοθῇ καταδικαστικὴ [[ἀπόφασις]] [[ἐναντίον]] μου, Ξεν. Ἀπολ. 7. 2)μετ’ αἰτ. προσ., [[καταδικάζω]], Ἀντιφῶν 128. 26· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κατέκρινάν μιν ἔκδοτον ἄγεσθαι Ἡρόδ. 6. 85, πρβλ. 9. 39, Θεόκρ. 23. 23 ([[ἔνθα]] ἐξυπακούεται τὸ βαδίζειν)· κ. τινὰ θανάτῳ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 18· μετ’ αἰτ. πράγμ., τί τινος, [[καταδικάζω]] τινὰ διά τι [[πρᾶγμα]], κ. πολλὴν ἄνοιάν τινος Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 3, 9· ψευδολογίαν τινὸς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 14, 4.― Παθ., καταδικάζομαι, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 54· ψήφῳ θανάτου κατακεκριμένος Εὐρ. Ἀνδ. 496 (πρβλ. [[κατακυρόω]])· κατακεκριμένος ἀποθνήσκειν Ξεν. Ἱέρ. 7, 10· κατακριθῶμεν πενίαν, θάνατον, φυγήν Γρηγ. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], κρίνομαι, νομίζομαι, θεωροῦμαι, κατεκρίθη [[Ἀπόλλων]] ἀγανὸς [[ἔμμεν]] Πινδ. Ἀποσπ. 116· πρβλ. [[καταδοκέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κρίνω veroordelen, met acc. en inf.:; κατέκρινάν μιν ἔκδοτον ἄγεσθαι zij veroordeelden hem ertoe uitgeleverd te worden Hdt. 6.85.1, ἀποθανεῖν κ. veroordelen om te sterven Plut. Phoc. 34.3; met dat.:; κ. θανάτῳ ter dood veroordelen NT Mt. 20.18; pass. met straf als subj.: τοῖσι μὲν κατεκέκριτο θάνατος hun was de doodstraf opgelegd Hdt. 7.146.2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj