Anonymous

κατορρωδέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> frissonner de peur;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> trembler devant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀρρωδέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> frissonner de peur;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> trembler devant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀρρωδέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατορρωδέω''': Ἰων. καταρρ-, ὑπερβολικὰ φοβοῦμαι, πτοοῦμαι [[μεγάλως]], μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 34. ΙΙ. ἀπολ., διατελῶ ἐν φόβῳ ὁ αὐτ. 6. 9, Πολύβ., κλ.
|elnltext=κατ-ορρωδέω, Ion. καταρρωδέω, perf. καταρρώδηκα, plqperf. 3 sing. καταρρωδήκεε, vrezen, bang zijn voor; met acc.: καταρρωδηκότες τοὺς Πέρσας uit angst voor de Perzen Hdt. 9.8.2.
}}
{{elru
|elrutext='''κατορρωδέω:''' ион., καταρροδέω бояться, пугаться (τὸ ἐξ οὐρανῶν [[φάσμα]] Her.; τὸν [[ἔξω]] κίνδυνον Polyb.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατορρωδέω:''' Ιων. κατ-αρρ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φοβάμαι]] υπερβολικά, τρομοκρατούμαι, αναστατώνομαι, με αιτ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[φοβάμαι]], βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] φόβου, στον ίδ.
|lsmtext='''κατορρωδέω:''' Ιων. κατ-αρρ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φοβάμαι]] υπερβολικά, τρομοκρατούμαι, αναστατώνομαι, με αιτ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[φοβάμαι]], βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] φόβου, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατορρωδέω:''' ион., καταρροδέω бояться, пугаться (τὸ ἐξ οὐρανῶν [[φάσμα]] Her.; τὸν [[ἔξω]] κίνδυνον Polyb.).
|lstext='''κατορρωδέω''': Ἰων. καταρρ-, ὑπερβολικὰ φοβοῦμαι, πτοοῦμαι [[μεγάλως]], μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 34. ΙΙ. ἀπολ., διατελῶ ἐν φόβῳ ὁ αὐτ. 6. 9, Πολύβ., κλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ορρωδέω, Ion. καταρρωδέω, perf. καταρρώδηκα, plqperf. 3 sing. καταρρωδήκεε, vrezen, bang zijn voor; met acc.: καταρρωδηκότες τοὺς Πέρσας uit angst voor de Perzen Hdt. 9.8.2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ionic κατ-αρρ- fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to be dismayed at, [[dread]] [[greatly]], c. acc., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> absol. to be [[afraid]], be in [[fear]], Hdt.
|mdlsjtxt=ionic κατ-αρρ- fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to be dismayed at, [[dread]] [[greatly]], c. acc., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> absol. to be [[afraid]], be in [[fear]], Hdt.
}}
}}