Anonymous

κατασκήνωσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />action de planter sa tente :<br /><b>1</b> tente, demeure;<br /><b>2</b> nid.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκηνόω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de planter sa tente :<br /><b>1</b> tente, demeure;<br /><b>2</b> nid.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκηνόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατασκήνωσις''': -εως, , τὸ νὰ τοποθετήσῃ τις τὴν σκηνὴν του, καὶ αὐτὴ ἡ [[σκηνή]], [[στρατοπέδευσις]], [[κατάλυσις]], καλεῖν τινα ἐπὶ κατασκήνωσιν Πολύβ. 11. 26, 5· διδόναι εἰς κατασκήνωσιν, ὡς καταλύματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137Β. 57· ἐν πορείᾳ καὶ ἐν κατασκηνώσει Ὀνησ. Στρατηγ. 11. 2. 2) ἐπὶ πτηνῶν, [[τόπος]] ἀναπαύσεως καὶ διαμονῆς, [[φωλεά]], αἱ ἀλώπεκες ἔχουσι φωλεοὺς καὶ τὰ πετεινὰ κατασκηνώσεις Εὐαγγ. κ. Ματθ. η´, 20.
|elnltext=κατασκήνωσις -εως, ἡ [κατασκηνόω] nest, van vogels.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκήνωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[лагерь]] или [[палатка]] Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> [[гнездо]] (τὰ πετεινὰ [[ἔχει]] κατασκηνώσεις NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κατασκήνωσις:''' -εως, ἡ, [[στρατοπέδευση]]· λέγεται για πουλιά, [[τόπος]] ανάπαυσης και διαμονής, [[φωλιά]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κατασκήνωσις:''' -εως, ἡ, [[στρατοπέδευση]]· λέγεται για πουλιά, [[τόπος]] ανάπαυσης και διαμονής, [[φωλιά]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατασκήνωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[лагерь]] или [[палатка]] Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> [[гнездо]] (τὰ πετεινὰ [[ἔχει]] κατασκηνώσεις NT).
|lstext='''κατασκήνωσις''': -εως, , τὸ νὰ τοποθετήσῃ τις τὴν σκηνὴν του, καὶ αὐτὴ ἡ [[σκηνή]], [[στρατοπέδευσις]], [[κατάλυσις]], καλεῖν τινα ἐπὶ κατασκήνωσιν Πολύβ. 11. 26, 5· διδόναι εἰς κατασκήνωσιν, ὡς καταλύματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137Β. 57· ἐν πορείᾳ καὶ ἐν κατασκηνώσει Ὀνησ. Στρατηγ. 11. 2. 2) ἐπὶ πτηνῶν, [[τόπος]] ἀναπαύσεως καὶ διαμονῆς, [[φωλεά]], αἱ ἀλώπεκες ἔχουσι φωλεοὺς καὶ τὰ πετεινὰ κατασκηνώσεις Εὐαγγ. κ. Ματθ. η´, 20.
}}
{{elnl
|elnltext=κατασκήνωσις -εως, ἡ [κατασκηνόω] nest, van vogels.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj