3,276,932
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>ao.</i> ἐκέλευσα, <i>pf.</i> κεκέλευκα : <i>Pass. f. réc.</i> κελευσθήσομαι, <i>ao.</i> ἐκελεύσθην pf. κεκέλευσμαι;<br /><b>I.</b> mettre en mouvement, pousser, exciter : ἵππους μάστιγι IL presser des chevaux avec le fouet;<br /><b>II.</b> presser par la parole :<br /><b>1</b> exciter, exhorter vivement, τινι : ἀλλήλοισι IL s'encourager mutuellement;<br /><b>2</b> ordonner, commander, <i>ou simpl.</i> exhorter : αμφιπόλοισί [[τι]] IL commander qch à des serviteurs ; τινι ποιεῖν IL, OD ordonner à qqn de faire qch ; κ. τινὰ [[ἰέναι]] IL ordonner à qqn d'aller ; [[τί]] με [[ταῦτα]] κελεύεις ; IL pourquoi m'ordonnes-tu cela ? [[τά]] με θυμὸς κελεύει IL ce que mon cœur me conseille (de dire) ; κ. τοὺς [[ἕνδεκα]] [[ἐπί]] τινα XÉN ordonner aux Onze de se saisir de qqn ; [[εἰ]] μὴ [[θυμός]] με κελεύει OD à moins que mon cœur ne me conseille (de m'abstenir) ; [[ὥς]] με κελεύεις OD comme tu m'ordonnes (de parler) ; avec un inf. : σιγᾶν κ. SOPH ordonner de se taire ; <i>abs.</i> [[εἰ]] σὺ κελεύεις OD si tu l'ordonnes, si tu le désires;<br /><b>3</b> demander, exprimer un souhait, un désir : κ. τινος avec l'inf. THC demander instamment à qqn de, <i>etc.</i><br /><b>4</b> <i>Pass.</i> recevoir un ordre : ὑπὸ [[τοῦ]] θεοῦ XÉN de la divinité ; κελεύεσθαι avec un inf., recevoir l'ordre de ; τὸ κελευόμενον XÉN l'ordre donné;<br /><b>5</b> permettre, concéder.<br />'''Étymologie:''' R. Κελ, pousser, presser ; cf. [[κέλλω]], [[κέλομαι]]. | |btext=<i>ao.</i> ἐκέλευσα, <i>pf.</i> κεκέλευκα : <i>Pass. f. réc.</i> κελευσθήσομαι, <i>ao.</i> ἐκελεύσθην pf. κεκέλευσμαι;<br /><b>I.</b> mettre en mouvement, pousser, exciter : ἵππους μάστιγι IL presser des chevaux avec le fouet;<br /><b>II.</b> presser par la parole :<br /><b>1</b> exciter, exhorter vivement, τινι : ἀλλήλοισι IL s'encourager mutuellement;<br /><b>2</b> ordonner, commander, <i>ou simpl.</i> exhorter : αμφιπόλοισί [[τι]] IL commander qch à des serviteurs ; τινι ποιεῖν IL, OD ordonner à qqn de faire qch ; κ. τινὰ [[ἰέναι]] IL ordonner à qqn d'aller ; [[τί]] με [[ταῦτα]] κελεύεις ; IL pourquoi m'ordonnes-tu cela ? [[τά]] με θυμὸς κελεύει IL ce que mon cœur me conseille (de dire) ; κ. τοὺς [[ἕνδεκα]] [[ἐπί]] τινα XÉN ordonner aux Onze de se saisir de qqn ; [[εἰ]] μὴ [[θυμός]] με κελεύει OD à moins que mon cœur ne me conseille (de m'abstenir) ; [[ὥς]] με κελεύεις OD comme tu m'ordonnes (de parler) ; avec un inf. : σιγᾶν κ. SOPH ordonner de se taire ; <i>abs.</i> [[εἰ]] σὺ κελεύεις OD si tu l'ordonnes, si tu le désires;<br /><b>3</b> demander, exprimer un souhait, un désir : κ. τινος avec l'inf. THC demander instamment à qqn de, <i>etc.</i><br /><b>4</b> <i>Pass.</i> recevoir un ordre : ὑπὸ [[τοῦ]] θεοῦ XÉN de la divinité ; κελεύεσθαι avec un inf., recevoir l'ordre de ; τὸ κελευόμενον XÉN l'ordre donné;<br /><b>5</b> permettre, concéder.<br />'''Étymologie:''' R. Κελ, pousser, presser ; cf. [[κέλλω]], [[κέλομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κελεύω [~ κέλλω, κέλομαι] imperf. ep. κέλευον; aor. pass. ἐκελεύσθην; perf. pass. κεκέλευσμαι, plqperf. pass. (ἐ)κεκελεύσμην; fut. inf. ep. κελευσέμεναι aansporen, aanzetten, met dat.:; Πάτροκλος δ’ ἵπποισι καὶ Αὐτομέδοντι κελεύσας toen Patroclus de paarden en Automedon had aangespoord Il. 16.684; met dat. en inf.:; τοὶ δ’ ἀλλήλοισι κέλευον ἅπτεσθαι νηῶν zij spoorden elkaar aan de schepen vast te pakken Il. 2.151; met acc.: εἰ μὴ θυμός με κελεύοι tenzij mijn hart mij aanspoort Od. 9.278. opdragen, bevelen, met acc. van pers.:; ὥς με κελεύεις zoals je mij opdraagt Od. 11.507; κ. τινὰ ἐπὶ τὰ ὅπλα iem. gewapend laten aantreden Xen. Hell. 2.3.20; met acc. van zaak:; ὃ μὴ’ κέλευσε Ζεύς wat Zeus niet eerst bevolen had Aeschl. Eum. 618; τὰ μὲν κελεύων, τὰ δ’ ἀπαγορεύων het ene bevelend, het andere verbiedend Aristot. EN. 1129b24; met dubbele acc.:; τί με ταῦτα... κελεύεις; waarom draag je mij dat op? Il. 20.87; met acc. en dat.:; ἀμφιπόλοισι περικλυτὰ ἔργα κέλευε zij liet haar dienaressen prachtig handwerk maken Il. 6.324; met acc. en inf.:; κελεύειν τοὺς πορθμέας ἢ αὐτὸν διαχρᾶσθαί μιν de zeelui bevalen hem ofwel zichzelf te doden (ofwel…) Hdt. 1.24.3; met dat. en inf.:; ὁ κηρύκεσσι... κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε hij droeg de herauten op de mensen ter vergadering te roepen Il. 2.50; abs.:; ὡς ἐκέλευε zoals hij beval Il. 14.278; ptc. subst. τὸ κελευσόμενον of τὰ κελευσόμενα de opdracht(en); spec. het ritme aangeven (bij het roeien):. ἐλαύνοντες τριήρεις ἢ κελεύοντες τούτοις triremen roeien of het roeiritme voor hen aangeven Plat. Resp. 396b. dringend verzoeken, vragen:. υἱὸς μὲν δή τοι λέλυται, γέρον, ὡς ἐκέλευες jouw zoon is vrij, oude man, zoals jij verzocht Il. 24.599; ἐκέλευον πεμπέμεν ik verzocht om begeleiding Od. 10.17; κελεύοντες σφίσι τὸν Ἀστύοχον βοηθεῖν Astyochus dringend vragend hun te helpen Thuc. 8.38.4; κελευόμενοι τὴν αὑτῶν εὐχὴν εἰπεῖν gevraagd om hun eigen verzoek uit te spreken Plat. Lg. 709d. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κελεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[погонять]], [[понукать]] (ἵππους μάστιγι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[убеждать]], [[побуждать]], [[предлагать]], [[просить]], [[советовать]]: πόλεμον δ᾽ οὐκ [[ἄμμε]] [[κελεύω]] [[δύμεναι]] Hom. не советую, чтобы мы вступили в бой; κελευούσης τῆς Πυθίης Her. по внушению Пифии; οὑδ᾽ ἂν κελεύσαιμι Soph. я и не стал бы убеждать; εἰ μὴ [[θυμός]] με κελεύει Hom. если не таково будет мое настроение; ὥς με κελεύεις Hom. как ты просишь меня;<br /><b class="num">3)</b> понуждать, принуждать, указывать, приказывать, предписывать, велеть (τινὰ или τινὶ ποιεῖν τι NT): κ. ἐπὶ τὰ [[ὅπλα]] Xen. приказать взять оружие; κ. τινὰ ἐπί τινα Xen. приказать кому-л. схватить кого-л.; κελεύεσθαι [[ὑπό]] τινος Xen. получить приказание от кого-л.; τὸ κελευόμενον Xen. приказ, приказание. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 37: | Line 40: | ||
|lsmtext='''κελεύω:''' Επικ. παρατ. [[κέλευον]], μέλ. <i>-σω</i>, Επικ. απαρ. <i>-σέμεναι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐκέλευσα</i>, Επικ. <i>κέλ-</i>· παρακ. <i>κεκέλευκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐκελεύσθην</i>, παρακ. <i>κεκέλευσμαι</i>· ([[κέλομαι]])· [[κινώ]] προς τα [[μπρος]], [[παρακινώ]], ωθώ, [[προτρέπω]], [[ενθαρρύνω]], [[προσκαλώ]], [[παραγγέλλω]], [[διατάζω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[διατάζω]] κάποιον να κάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· (επίσης με δοτ. προσ., σε Όμηρ.)· με αιτ. προσ. και πράγμ., τί με [[ταῦτα]] κελεύεις (ενν. <i>ποιεῖν</i>)· επίσης με αιτ. προσ. μόνο, [[θυμός]] με κελεύει (ενν. <i>φείδεσθαι</i>), σε Ομήρ. Οδ.· ἐκέλευσε τοὺς [[ἕνδεκα]] ἐπὶ τὸν Θηραμένην, τους διέταξε (να κινηθούν) [[εναντίον]] του, τους πρόσταξε να τον συλλάβουν, σε Ξεν.· με αιτ. πράγμ. μόνο, [[εξουσιάζω]] ένα [[πράγμα]], σε Αισχύλ.· Παθ., <i>τὸ κελευόμενον</i>, <i>τὰ -να</i>, διαταγές, προσταγές, σε Ξεν. | |lsmtext='''κελεύω:''' Επικ. παρατ. [[κέλευον]], μέλ. <i>-σω</i>, Επικ. απαρ. <i>-σέμεναι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐκέλευσα</i>, Επικ. <i>κέλ-</i>· παρακ. <i>κεκέλευκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐκελεύσθην</i>, παρακ. <i>κεκέλευσμαι</i>· ([[κέλομαι]])· [[κινώ]] προς τα [[μπρος]], [[παρακινώ]], ωθώ, [[προτρέπω]], [[ενθαρρύνω]], [[προσκαλώ]], [[παραγγέλλω]], [[διατάζω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[διατάζω]] κάποιον να κάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· (επίσης με δοτ. προσ., σε Όμηρ.)· με αιτ. προσ. και πράγμ., τί με [[ταῦτα]] κελεύεις (ενν. <i>ποιεῖν</i>)· επίσης με αιτ. προσ. μόνο, [[θυμός]] με κελεύει (ενν. <i>φείδεσθαι</i>), σε Ομήρ. Οδ.· ἐκέλευσε τοὺς [[ἕνδεκα]] ἐπὶ τὸν Θηραμένην, τους διέταξε (να κινηθούν) [[εναντίον]] του, τους πρόσταξε να τον συλλάβουν, σε Ξεν.· με αιτ. πράγμ. μόνο, [[εξουσιάζω]] ένα [[πράγμα]], σε Αισχύλ.· Παθ., <i>τὸ κελευόμενον</i>, <i>τὰ -να</i>, διαταγές, προσταγές, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κελεύω''': Ἐπ. παρατ. κέλευον Ἰλ. Ψ. 767· μέλλ. -σω, Ἐπ. ἀπαρ. -σέμεναι Ὀδ. Δ. 274· ἀόρ. ἐκέλευσα, Ἐπ. κέλ-, Ἰλ. Υ. 4· πρκμ. κεκέλευκα, Λυσ. 95. 6, Λουκ. Δημών. Β. 44·- Μέσ., ἀόρ. ἐκελευσάμην Ἱππ. 1. 386, ἀλλὰ συχνότερον ἐν τοῖς συνθέτοις, δια-, ἐπι-, παρακελεύομαι.- Παθ., μέλλ. -ευσθήσομαι Δίων Κ. 68. 9· ἀόρ. ἐκελεύσθην Ἡρόδ., Ἀττ.· πρκμ. κεκέλευσμαι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 14, Λουκ. Θυσ. 11· (οἱ τύποι ἐκελεύθην, κεκέλευμαι εἶνε ἀμφίβ., ἴδε Veitch Ἀνώμ. Ρήμ., ἐν λ.). (Ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[κέλομαι]], [[ἴσως]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ [[καλέω]]. ἂν καὶ ὁ Κούρτ. ἔχει ἀμφιβολίας). Κυρίως, κινῶ εἰς τὰ ἐμπρός, παρακινῶ, ὠθῶ εἰς τὰ ἐμπρός, Λατ. incito (ἴδε κατωτ. Ι. 3), παρακινῶ, [[παροτρύνω]], [[παραγγέλλω]], διατάττω, συχν. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]]· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ [[συχνάκις]] καὶ ἐπὶ φιλικῆς προτροπῆς·- σπανιώτερον ἐκ μέρους κατωτέρου ἀνθρώπου, παρακαλῶ, δέομαι, [[ἱκετεύω]], Ἰλ. Ω. 599, Ὀδ. Κ. 17, 345, Ἡρόδ. 1. 116· (οὕτω [[κέλομαι]] Ὀδ. Λ. 71)·- ἰδίως δίδω διὰ τῆς φωνῆς τὸν ῥυθμὸν εἰς τοὺς κωπηλάτας, Ἀθήν. 535D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 24· (πρβλ. [[κελευστής]]).- Συντάσσεται. 1) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., παργγέλλω τινὰ νὰ πράξῃ τι, σ’ ἔγωγε… [[κελεύω]] ἐς πληθὺν ἰέναι Ἰλ. Ρ. 30, πρβλ. Β. 11. καὶ 28, Λ. 781., Ξ. 62, Ἡρόδ. 1. 8, 24, καὶ Ἀττ.· ἐκέλευσε δραμόντα τὸν παῖδα περιμεῖναί ἑ κελεῦσαι, προσέταξε,τὸν ὑπηρέτην νὰ παραγγείλῃ εἰς ἡμᾶς νὰ τὸν περιμείνωμεν, Πλάτ. Πολ. 327Β· ἐν Ἀντιφῶντι 126, 21, τὸν ἐπιβουλεύσαντα κελεύει φονέα [[εἶναι]], δηλ. παραγγέλλει νὰ θεωρῆται ὡς [[φονεύς]]·- ἀλλὰ τὸ ἀπαρ. [[πολλάκις]] παραλείπεται, πρβλ. Θουκ. 1. 143· συχνὸν παρὰ τοῖς ῥήτορσι, καὶ τροφὴν [[ταύτῃ]] πορίσαι [[κελεύω]] Δημ. σ. 45. 17· καὶ πολίτας τοὺς στρατευομένους [[εἶναι]] [[κελεύω]] 46. 10, 472. 2) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., τί με [[ταῦτα]] κελεύεις (δηλ. ποιεῖν) Ἰλ. Υ. 87, πρβλ. Δ. 286· τά με θυμὸς… κελεύει (δηλ. εἰπεῖν) Η. 68, κτλ.· καὶ [[ἐνίοτε]] τὸ ἀπαρ. συνάπτεται [[χάριν]] ἐπεξηγήσεως, τί με [[ταῦτα]] κελεύεις… μάχεσθαι; Υ. 87. 3) [[ὡσαύτως]], μόνον μετ’ αἰτ. προσ., εἰ μὴ [[θυμός]] με κελεύει (δηλ. φείδεσθαι) Ὀδ. Ι. 278· ὥς με κελεύεις (δηλ. μυθεῖσθαι) Λ. 507· καὶ ἐπὶ ἵππων, ἐφέπων μάστιγι κέλευε καρπαλίμως κατὰ ἄστυ, τοὺς ἐβίαζε νὰ τρέχωσι…, Ἰλ. Ω. 326·- παρὰ πεζοῖς, ἐκέλευσε τοὺς [[ἕνδεκα]] ἐπὶ τὸν Θηραμένην, διέταξεν αὐτοὺς νὰ ὑπάγωσι πρὸς τὸν Θηραμ., νὰ συλλάβωσιν αὐτόν, Ξεν. Ἑλ. 2. 3, 54· οὕτω, κ. τινὰς ἐπὶ τὰ ὅπλα [[αὐτόθι]] 20.- Παθ., διατάττομαι, [[λαμβάνω]] διαταγήν, Ἀριστ. Πολ. 1. 4, 3. 4) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, ὃ μὴ κελεύσαι [[Ζεύς|Ζεὺς]] ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ τοῦ -σει) Αἰσχύλ. Εὐμ. 618· κ. τι [[παρά]] τινος, ἀπαιτῶ, Δημ. 48. 14· ἀντίθ. τῷ ἀπαγορεύω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 14.- Παθ. τὸ κελευόμενον, τὰ κελευόμενα, ποιεῖν ἢ πράττειν, παραγγελίαι, διαταγαί, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3, Πλάτ. Πολ. 340Α. ΙΙ. μετὰ δοτ. προσ. ἑπομ. ἀπαρ., διατάττω τινὰ νὰ πράξῃ τι, κηρύκεσσι… κέλευσεν κηρύσσειν… Ἰλ. Β. 50, Ὀδ. Β. 6, κτλ.· ἀλλήλοισι κέλευον ἅπτεσθαι [[νηῶν]]…, Ἰλ. Β. 151· πρβλ. Ἰλ. Λ. 780, [[ἔνθα]] ὁ Εὐστάθ. παρατηρεῖ, ὅτι ἡ [[λέξις]] κελεύων δὲν εἶνε δεσποτική, [[διότι]] ὁ [[Νέστωρ]], κελεύων τῷ Ἀχιλλεῖ καὶ Πατρόκλῳ ἐς μάχην ἕπεσθαι, δὲν εἶνε ἄρχων ἢ [[δεσπότης]] αὐτῶν, ἀλλὰ [[μᾶλλον]] τὸ κελεύων [[ἐνταῦθα]] ἰσοδυναμεῖ τῷ ἀξιῶν, ἐφ’ ἧς σημασίας μετὰ [[ταῦτα]] μετεχειρίζετο καὶ τὸ [[σημαίνω]]· ὁ ποιητὴς συνάπτει καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτέλλομαι Ἰλ. Τ. 192, σοὶ δ’ αὐτῷ τόδ’ ἐγὼν ἐπιτέλλομαι καὶ [[κελεύω]]·- ἑτάροισι… ἐκέλευσα ἐμβαλέειν Ὀδ. Ι. 488· οὕτω παρ’ Ἀττ., Θουκ. 8. 38, κτλ. ΙΙΙ. ἀπολ., ἰδίως ἐν τῇ Ὁμηρ. φράσει, ὡς σὺ κελεύεις·- οὕτω, πολλὰ κελεύων Ἡρόδ. 6. 36. IV. μετὰ μόνης ἀπαρ., παραλειπομένης τῆς αἰτ. προσ., σιγᾶν [[κελεύω]], διατάττω, [[ἐπιβάλλω]] σιωπήν, Σοφ. Φιλ. 865· οὐδ’ ἂν κελεύσαιμ’ εὐσεβεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 731· συνιστῶ, Λατ. censere, Δημ. 45. 47., 46. 11, κτλ.· ἀντίθ. τῷ οὐκ ἐάω, Ξεν. Ἀθην. 2. 18· κ. μὴ ποιεῖν Ἀττ. κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |