Anonymous

κατασκευή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de préparer :<br /><b>1</b> préparation : πολέμου THC d'une guerre;<br /><b>2</b> construction (d'un port, d'un navire, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> organisation, constitution, état ; <i>particul.</i> état politique, ensemble des institutions, constitution d'un État;<br /><b>4</b> action d'arranger avec art, de combiner, d'imaginer : [[ἄνευ]] κατασκευῆς ÉL sans art ; [[αἱ]] κατασκευαί artifices, ruses;<br /><b>II.</b> <i>c.</i> [[παρασκευή]] : appareil, <i>d'où</i><br /><b>1</b> ameublement, mobilier, équipement (d'une maison, d'un navire, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> construction, édifice;<br /><b>3</b> action de plier bagage.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκευή]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de préparer :<br /><b>1</b> préparation : πολέμου THC d'une guerre;<br /><b>2</b> construction (d'un port, d'un navire, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> organisation, constitution, état ; <i>particul.</i> état politique, ensemble des institutions, constitution d'un État;<br /><b>4</b> action d'arranger avec art, de combiner, d'imaginer : [[ἄνευ]] κατασκευῆς ÉL sans art ; [[αἱ]] κατασκευαί artifices, ruses;<br /><b>II.</b> <i>c.</i> [[παρασκευή]] : appareil, <i>d'où</i><br /><b>1</b> ameublement, mobilier, équipement (d'une maison, d'un navire, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> construction, édifice;<br /><b>3</b> action de plier bagage.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκευή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατασκευή''': , [[ἑτοιμασία]], ὄντων ἐν κατασκευῇ τοῦ πολέμου, ἀσχολουμένων εἰς τὴν πρὸς τὸν πόλεμον ἑτοιμασίαν (διάφ. γραφ. παρασκευῇ), Θουκ. 8. 5· λιμένων κατασκευὴ ἢ νεωρίων, [[οἰκοδομή]], Πλάτ. Γοργ. 455Β· ὁ ὁπλισμὸς πλοίων, μηχανῶν [[ἑτοιμασία]], κτλ., κατ. πολυτελέσι χρησάμενων Θουκ. 6. 31, πρβλ. Πολύβ. 1. 21, 1, κτλ. ΙΙ. πᾶν [[εἶδος]] σκευῶν, ἐπίπλων ἢ προμηθείας διὰ βίον σταθερὸν ἢ διαρκῇ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ χρήσιμα διὰ βίον κινητὸν ἢ πρὸς ὀλίγον χρόνον ([[παρασκευή]]), λοιπόν, οἰκοδομαί, [[ἔπιπλα]], σκεύη, μηχαναί, Θουκ. 1. 10 ([[ἔνθα]] ἴδε Agnold.)· ἀνειληφότες τὰς κατ., ἐπισκευάσαντες τὰς κατοικίας αὑτῶν, ὁ αὐτ. 2. 16· εἰσεκομίζοντο καὶ τὴν [[ἄλλην]] κ. ᾗ κατ’ οἶκον ἐχρῶντο ὁ αὐτ. 2. 14· τῆς ἄλλης κατασκευῆς, ἐν ᾗ κατοικοῦμεν, τοῦ συνόλου τῆς πολιτικῆς τάξεως (τοῦ πολιτικοῦ συστήματος), μεθ’ ἧς πολιτευόμεθα καὶ ζῶμεν…, Ἰσοκρ. 45Ε· αἱ κ. αἱ ἐπὶ τῶν ἀγρῶν ἢ αἱ ἐντὸς τοῦ τείχους ὁ αὐτ. 150Β· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ὡς τὸ [[παρασκευή]], πᾶν [[εἶδος]] σκεύους ἢ ἐπίπλου, τὸ «νοικοκυριό», τὴν Μαρδονίου κ., δηλ. τὴν σκηνὴν [[αὐτοῦ]] μετὰ τῶν ἐπίπλων, Ἡρόδ. 9. 82· φιάλας τε… καὶ θυμιατήρια καὶ [[ἄλλην]] κατ. Θουκ. 6. 46, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 5, 5· ἡ κ. τῆς οἰκίας Δημ. 1155. 21· τῇ κ. τῶν θεῶν… χρῆσθαι, ὅ,τι [[δήποτε]] χορηγοῦσιν οἱ θεοί, Ξεν. Ἀγησ. 9, 5· κατασκευὴ μαγικὴ Par. mag. bibl. nat. par W. 934. 2) ἐν τῷ πληθ., μηχανήματα πρὸς ἐκτέλεσίν τινος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808. ΙΙΙ. ἡ [[κατάστασις]] πράγματός τινος, θεοῦ κατασκευὴν βίῳ δόντος τοιαύτην Εὐρ. Ἱκέτ. 214· αἱ… τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 544Ε· ἡ τοῦ βίου κ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 842C· ἡ τῶν νόμων κ. [[αὐτόθι]] 739Β· ἐν πάσῃ κ. πολιτικῇ [[αὐτόθι]] 736Β· ἐν χρημάτων κ., εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῶν χρημάτων, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 477Β, πρβλ. Νόμ. 923D· [[οὕτως]], ἐν σώματος κ. Γοργ. [[αὐτόθι]]. V. [[μηχάνημα]], [[ἐπινόημα]], «παιγνίδι», [[τέχνη]], τέχναι καὶ κ. τοῦ κατηγόρου Αἰσχίν. 28. 4, πρβλ. Δείναρχ. 94. 30· τὴν κατ’ [[αὐτοῦ]] κατασκευὴν Ἰω. Μαλ. σ. 84, [[ἄνευ]] κατασκευῆς ᾂδειν, [[ἄνευ]] τέχνης, [[ἀτέχνως]], Αἰλ. π. Ζ. 5. 38· ὁ [[περίβολος]] ἠσφάλισται φύσει καὶ κατασκευῇ Πολύβ. 9. 27, 3· τῇ τοῦ πληρώματος κ., συγκροτήσει καὶ ἐντέχνῳ ἀσκήσει, 1, 19, 15· ἡ μὲν [[μοναρχία]] φυσικῶς καὶ ἀκατασκεύως ἡ δὲ βασιλεία μετὰ κατασκευῆς διορθώσεως 6. 4, 7. V. ἐν τῇ Λογικῇ, θετικὸς [[τρόπος]] τοῦ διανοεῖσθαι τείνων εἰς βεβαίωσιν ἢ ἵδρυσιν ἀληθείας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἀναιρετικὸν τρόπον (ἀνασκευὴ) Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 24. κτλ.· πρβλ. [[ἀνασκευαστικός]], [[κατασκευάζω]] καὶ [[ἀνασκευάζω]]. VΙ.ἐν τῇ Ρητορικῇ τὸ ἔντεχνον καὶ κομψόν, κατάλληλον [[ὕφος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἰδιωτισμόν, Διογ. Λ. 7. 59, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 3.
|elnltext=κατα-σκευή -ῆς, ἡ [κατασκευάζω] bouw, aanleg:; λιμένων κατασκευὴ ἢ νεωρίων aanleg van havens of scheepswerven Plat. Grg. 455b; ook concr. gebouw:. τῆς κατασκευῆς τὰ ἐδάφη de bouwfundamenten Thuc. 1.10.2. inrichting, organisatie, toestand:. κ. τῆς ψυχῆς toestand van de ziel Plat. Resp. 544e, τοῦ βιοῦ κ. voedselvoorziening Plat. Lg. 842c; κ. πολιτική politiek bestel Plat. Lg. 736b; χρημάτων κ. financiële toestand Plat. Grg. 477b. huisraad, voorzieningen:. κατασκευαῖς πολυτελέσι met kostbare voorzieningen Thuc. 6.31.3; ἀναλαμβάνειν τὰς κατασκευάς de inrichting van de huizen weer opnemen Thuc. 2.16.1.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκευή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[подготовка]] (τοῦ πολέμου Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[сооружение]], [[строительство]] (λιμένων ἢ νεωρίων Plat.; τῶν τειχῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[создавание]], [[построение]] (τῶν νόμων Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[устройство]], [[строение]], [[строй]], [[организация]] (τοῦ σώματος Plat.; πολιτεύματος Polyb.): αἱ κατασκευαὶ τῆς ψυχῆς Plat. (различные) типы душевной организации; κ. τοῦ βίου Plat. способ добывания средств к жизни; ἡ χρημάτων κ. Plat. материальный быт;<br /><b class="num">5)</b> [[домашняя обстановка]], [[меблировка]], [[утварь]] (τῆς οἰκίας Dem.): κατασκευὴν [[κτᾶσθαι]] Plat. приобретать обстановку;<br /><b class="num">6)</b> [[посуда]] (φιάλαι καὶ οἰνοχόαι καὶ ἄλλη [[κατασκευή]] Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> [[укладывание багажа]], [[сборы]] (в путь) Xen.;<br /><b class="num">8)</b> [[прием]], [[хитрость]], [[уловка]] (τέχναι καὶ κατασκευαί Aeschin.);<br /><b class="num">9)</b> [[сочинение]], [[произведение]] Polyb.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατασκευή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[προπαρασκευή]], <i>ἐν κατασκευῇ τοῦ πολέμου</i>, σε [[προετοιμασία]], σε Θουκ.· [[εξοπλισμός]] των πλοίων, των μηχανών κ.λπ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> οποιοδήποτε είδος επίπλου που παραμένει σταθερό, αντίθ. προς αυτό που είναι κινητό ([[παρασκευή]]), κτίρια, εντοιχισμένες εγκαταστάσεις, στον ίδ.· [[αλλά]] επίσης, όπως το [[παρασκευή]], οποιοδήποτε [[έπιπλο]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[κατάσταση]], [[σύσταση]], [[δομή]], [[κατασκευή]] ενός πράγματος, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b>[[κόλπο]], [[τέχνασμα]], [[μηχανή]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''κατασκευή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[προπαρασκευή]], <i>ἐν κατασκευῇ τοῦ πολέμου</i>, σε [[προετοιμασία]], σε Θουκ.· [[εξοπλισμός]] των πλοίων, των μηχανών κ.λπ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> οποιοδήποτε είδος επίπλου που παραμένει σταθερό, αντίθ. προς αυτό που είναι κινητό ([[παρασκευή]]), κτίρια, εντοιχισμένες εγκαταστάσεις, στον ίδ.· [[αλλά]] επίσης, όπως το [[παρασκευή]], οποιοδήποτε [[έπιπλο]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[κατάσταση]], [[σύσταση]], [[δομή]], [[κατασκευή]] ενός πράγματος, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b>[[κόλπο]], [[τέχνασμα]], [[μηχανή]], σε Αισχίν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατασκευή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[подготовка]] (τοῦ πολέμου Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[сооружение]], [[строительство]] (λιμένων ἢ νεωρίων Plat.; τῶν τειχῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[создавание]], [[построение]] (τῶν νόμων Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[устройство]], [[строение]], [[строй]], [[организация]] (τοῦ σώματος Plat.; πολιτεύματος Polyb.): αἱ κατασκευαὶ τῆς ψυχῆς Plat. (различные) типы душевной организации; κ. τοῦ βίου Plat. способ добывания средств к жизни; ἡ χρημάτων κ. Plat. материальный быт;<br /><b class="num">5)</b> [[домашняя обстановка]], [[меблировка]], [[утварь]] (τῆς οἰκίας Dem.): κατασκευὴν [[κτᾶσθαι]] Plat. приобретать обстановку;<br /><b class="num">6)</b> [[посуда]] (φιάλαι καὶ οἰνοχόαι καὶ ἄλλη [[κατασκευή]] Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> [[укладывание багажа]], [[сборы]] (в путь) Xen.;<br /><b class="num">8)</b> [[прием]], [[хитрость]], [[уловка]] (τέχναι καὶ κατασκευαί Aeschin.);<br /><b class="num">9)</b> [[сочинение]], [[произведение]] Polyb.
|lstext='''κατασκευή''': , [[ἑτοιμασία]], ὄντων ἐν κατασκευῇ τοῦ πολέμου, ἀσχολουμένων εἰς τὴν πρὸς τὸν πόλεμον ἑτοιμασίαν (διάφ. γραφ. παρασκευῇ), Θουκ. 8. 5· λιμένων κατασκευὴ ἢ νεωρίων, [[οἰκοδομή]], Πλάτ. Γοργ. 455Β· ὁ ὁπλισμὸς πλοίων, μηχανῶν [[ἑτοιμασία]], κτλ., κατ. πολυτελέσι χρησάμενων Θουκ. 6. 31, πρβλ. Πολύβ. 1. 21, 1, κτλ. ΙΙ. πᾶν [[εἶδος]] σκευῶν, ἐπίπλων ἢ προμηθείας διὰ βίον σταθερὸν ἢ διαρκῇ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ χρήσιμα διὰ βίον κινητὸν ἢ πρὸς ὀλίγον χρόνον ([[παρασκευή]]), λοιπόν, οἰκοδομαί, [[ἔπιπλα]], σκεύη, μηχαναί, Θουκ. 1. 10 ([[ἔνθα]] ἴδε Agnold.)· ἀνειληφότες τὰς κατ., ἐπισκευάσαντες τὰς κατοικίας αὑτῶν, ὁ αὐτ. 2. 16· εἰσεκομίζοντο καὶ τὴν [[ἄλλην]] κ. ᾗ κατ’ οἶκον ἐχρῶντο ὁ αὐτ. 2. 14· τῆς ἄλλης κατασκευῆς, ἐν ᾗ κατοικοῦμεν, τοῦ συνόλου τῆς πολιτικῆς τάξεως (τοῦ πολιτικοῦ συστήματος), μεθ’ ἧς πολιτευόμεθα καὶ ζῶμεν…, Ἰσοκρ. 45Ε· αἱ κ. αἱ ἐπὶ τῶν ἀγρῶν ἢ αἱ ἐντὸς τοῦ τείχους ὁ αὐτ. 150Β· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ὡς τὸ [[παρασκευή]], πᾶν [[εἶδος]] σκεύους ἢ ἐπίπλου, τὸ «νοικοκυριό», τὴν Μαρδονίου κ., δηλ. τὴν σκηνὴν [[αὐτοῦ]] μετὰ τῶν ἐπίπλων, Ἡρόδ. 9. 82· φιάλας τε… καὶ θυμιατήρια καὶ [[ἄλλην]] κατ. Θουκ. 6. 46, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 5, 5· ἡ κ. τῆς οἰκίας Δημ. 1155. 21· τῇ κ. τῶν θεῶν… χρῆσθαι, ὅ,τι [[δήποτε]] χορηγοῦσιν οἱ θεοί, Ξεν. Ἀγησ. 9, 5· κατασκευὴ μαγικὴ Par. mag. bibl. nat. par W. 934. 2) ἐν τῷ πληθ., μηχανήματα πρὸς ἐκτέλεσίν τινος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808. ΙΙΙ. ἡ [[κατάστασις]] πράγματός τινος, θεοῦ κατασκευὴν βίῳ δόντος τοιαύτην Εὐρ. Ἱκέτ. 214· αἱ… τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 544Ε· ἡ τοῦ βίου κ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 842C· ἡ τῶν νόμων κ. [[αὐτόθι]] 739Β· ἐν πάσῃ κ. πολιτικῇ [[αὐτόθι]] 736Β· ἐν χρημάτων κ., εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῶν χρημάτων, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 477Β, πρβλ. Νόμ. 923D· [[οὕτως]], ἐν σώματος κ. Γοργ. [[αὐτόθι]]. V. [[μηχάνημα]], [[ἐπινόημα]], «παιγνίδι», [[τέχνη]], τέχναι καὶ κ. τοῦ κατηγόρου Αἰσχίν. 28. 4, πρβλ. Δείναρχ. 94. 30· τὴν κατ’ [[αὐτοῦ]] κατασκευὴν Ἰω. Μαλ. σ. 84, 6· [[ἄνευ]] κατασκευῆς ᾂδειν, [[ἄνευ]] τέχνης, [[ἀτέχνως]], Αἰλ. π. Ζ. 5. 38· ὁ [[περίβολος]] ἠσφάλισται φύσει καὶ κατασκευῇ Πολύβ. 9. 27, 3· τῇ τοῦ πληρώματος κ., συγκροτήσει καὶ ἐντέχνῳ ἀσκήσει, 1, 19, 15· ἡ μὲν [[μοναρχία]] φυσικῶς καὶ ἀκατασκεύως ἡ δὲ βασιλεία μετὰ κατασκευῆς διορθώσεως 6. 4, 7. V. ἐν τῇ Λογικῇ, θετικὸς [[τρόπος]] τοῦ διανοεῖσθαι τείνων εἰς βεβαίωσιν ἢ ἵδρυσιν ἀληθείας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἀναιρετικὸν τρόπον (ἀνασκευὴ) Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 24. κτλ.· πρβλ. [[ἀνασκευαστικός]], [[κατασκευάζω]] καὶ [[ἀνασκευάζω]]. .ἐν τῇ Ρητορικῇ τὸ ἔντεχνον καὶ κομψόν, κατάλληλον [[ὕφος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἰδιωτισμόν, Διογ. Λ. 7. 59, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 3.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-σκευή -ῆς, [κατασκευάζω] bouw, aanleg:; λιμένων κατασκευὴ ἢ νεωρίων aanleg van havens of scheepswerven Plat. Grg. 455b; ook concr. gebouw:. τῆς κατασκευῆς τὰ ἐδάφη de bouwfundamenten Thuc. 1.10.2. inrichting, organisatie, toestand:. κ. τῆς ψυχῆς toestand van de ziel Plat. Resp. 544e, τοῦ βιοῦ κ. voedselvoorziening Plat. Lg. 842c; κ. πολιτική politiek bestel Plat. Lg. 736b; χρημάτων κ. financiële toestand Plat. Grg. 477b. huisraad, voorzieningen:. κατασκευαῖς πολυτελέσι met kostbare voorzieningen Thuc. 6.31.3; ἀναλαμβάνειν τὰς κατασκευάς de inrichting van de huizen weer opnemen Thuc. 2.16.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj