Anonymous

κατειλύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=envelopper, recouvrir, ἔν τινι dans qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἰλύω]].
|btext=envelopper, recouvrir, ἔν τινι dans qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἰλύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατειλύω''': [[καλύπτω]], [[κρύπτω]], [[περιτυλίσσω]], κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Ἰλ. Φ. 318· ἐν βοείαις ἀδεψήτοισι κατειλύσαντες (τοὺς νεκροὺς) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 206· [[ὄρος]] πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον. Ἡρόδ. 2. 8.
|elnltext=κατ-ειλύω bedekken:. ὄρος πέτρινον... ψάμμῳ κατειλυμένον een rotsige berg bedekt met zand Hdt. 2.8.2.
}}
{{elru
|elrutext='''κατειλύω:''' [[обволакивать]], [[окружать]] (τινὰ ψαμάθοισιν Hom. - in tmesi): [[οὖρος]] πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Her. каменная гора, сплошь покрытая песком.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατειλύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[καλύπτω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[ὄρος]] ψάμμῳ κατειλῡμένον (μτχ. παρακ.), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατειλύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[καλύπτω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[ὄρος]] ψάμμῳ κατειλῡμένον (μτχ. παρακ.), σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατειλύω:''' [[обволакивать]], [[окружать]] (τινὰ ψαμάθοισιν Hom. - in tmesi): [[οὖρος]] πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Her. каменная гора, сплошь покрытая песком.
|lstext='''κατειλύω''': [[καλύπτω]], [[κρύπτω]], [[περιτυλίσσω]], κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Ἰλ. Φ. 318· ἐν βοείαις ἀδεψήτοισι κατειλύσαντες (τοὺς νεκροὺς) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 206· [[ὄρος]] πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον. Ἡρόδ. 2. 8.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ειλύω bedekken:. ὄρος πέτρινον... ψάμμῳ κατειλυμένον een rotsige berg bedekt met zand Hdt. 2.8.2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ύσω<br />to [[cover]] up, Il.: Pass., [[ὄρος]] ψάμμῳ κατειλῡμένον (perf. [[part]].) Hdt.
|mdlsjtxt=fut. ύσω<br />to [[cover]] up, Il.: Pass., [[ὄρος]] ψάμμῳ κατειλῡμένον (perf. [[part]].) Hdt.
}}
}}