Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κιστοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui porte les corbeilles sacrées.<br />'''Étymologie:''' [[κίστη]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui porte les corbeilles sacrées.<br />'''Étymologie:''' [[κίστη]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κιστοφόρος''': -ον, ([[κίστη]]) φέρων κίστην ἢ [[κιβώτιον]] ἐν μυστικαῖς πομπαῖς, Δημ. 313. 28, [[ἔνθα]] τινὲς προτιμῶσι τὴν γραφὴν κιττοφόρος (δηλ. [[κισσοφόρος]]), ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 647· ἀλλὰ [[κισταφόρος]] ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2052. 18· καὶ κίστιβερ, τό, Λατ. cistifer, [[αὐτόθι]] 6218. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[νόμισμα]] φέρον ἐντετυπωμένην κίστην καὶ ἔχον ἀξίαν τριῶν [[περίπου]] δραχμῶν, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 6, 2, Λιβάν. 37, 46.
|elnltext=κιστοφόρος -ον [κίστη, φέρω] het (heilige) mandje dragend (bij een processie).
}}
{{elru
|elrutext='''κιστοφόρος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[кистофор]] (несущий священные корзины с утварью для празднеств в честь Диониса или Деметры) Dem.;<br /><b class="num">2)</b> «[[корзиноносец]]» (монета с изображением несущего священную корзину, достоинством ок. 3 драхм) Cic., Liv.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κιστοφόρος:''' -ον ([[κίστη]], [[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει [[κιβώτιο]] σε μυστικές πομπές, σε Δημ.
|lsmtext='''κιστοφόρος:''' -ον ([[κίστη]], [[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει [[κιβώτιο]] σε μυστικές πομπές, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κιστοφόρος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[кистофор]] (несущий священные корзины с утварью для празднеств в честь Диониса или Деметры) Dem.;<br /><b class="num">2)</b> «[[корзиноносец]]» (монета с изображением несущего священную корзину, достоинством ок. 3 драхм) Cic., Liv.
|lstext='''κιστοφόρος''': -ον, ([[κίστη]]) φέρων κίστην ἢ [[κιβώτιον]] ἐν μυστικαῖς πομπαῖς, Δημ. 313. 28, [[ἔνθα]] τινὲς προτιμῶσι τὴν γραφὴν κιττοφόρος (δηλ. [[κισσοφόρος]]), ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 647· ἀλλὰ [[κισταφόρος]] ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2052. 18· καὶ κίστιβερ, τό, Λατ. cistifer, [[αὐτόθι]] 6218. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[νόμισμα]] φέρον ἐντετυπωμένην κίστην καὶ ἔχον ἀξίαν τριῶν [[περίπου]] δραχμῶν, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 6, 2, Λιβάν. 37, 46.
}}
{{elnl
|elnltext=κιστοφόρος -ον [κίστη, φέρω] het (heilige) mandje dragend (bij een processie).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κιστο-[[φόρος]], ον [[κίστη]], [[φέρω]]<br />[[carrying]] a [[chest]] in [[mystic]] processions, Dem.
|mdlsjtxt=κιστο-[[φόρος]], ον [[κίστη]], [[φέρω]]<br />[[carrying]] a [[chest]] in [[mystic]] processions, Dem.
}}
}}