Anonymous

κατοπτρίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=montrer comme dans un miroir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κάτοπτρον]].
|btext=montrer comme dans un miroir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κάτοπτρον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατοπτρίζω''': δεικνύω ὡς ἐν κατόπτρῳ ἢ δι’ ἀνακλάσεως [[ἀπεικονίζω]], παριστῶ, ὁ [[ἥλιος]] κ. τὴν ἶριν Πλούτ. 2. 894D. ΙΙ. Μέσ., θεωρῶ εἰς [[κάτοπτρον]], [[ἐμβλέπω]] καὶ παρατηρῶ ἐμαυτόν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 48· μύρῳ ἀλειφομένην καὶ κατοπτριζομένην Ἀθήν. 687C, κτλ.·― [[οὕτως]] ἐν Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. γ΄, 18, κατοπτριζόμενοι τὴν δόξαν, δύναται νὰ σημαίνῃ: θεωροῦντες ὡς ἐν κατόπτρῳ, ἀλλὰ [[κάλλιον]] ἁρμόζει πρὸς τὴν συνέχειαν τοῦ λόγου νὰ ἑρμηνεύσωμεν: ἀντανακλῶντες τὴν δόξαν.
|elnltext=κατοπτρίζω [κάτοπτρον] med. weerspiegelen.
}}
{{elru
|elrutext='''κατοπτρίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[показывать как в зеркале]], [[отражать]] (τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> med. [[глядеться в зеркало или отражаться в зеркале]] Sext.;<br /><b class="num">3)</b> [[видеть как бы в зеркале]] (τὴν [[δόξαν]] κυρίου NT).
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κατοπτρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δείχνω]], [[αντανακλώ]] όπως σε καθρέφτη — Μέσ., κατοπτριζόμενοι τὴν [[δόξαν]], κοιτάζοντάς την σε καθρέφτη ή καλύτερα αντανακλώνοντας την οι ίδιοι σαν [[καθρέφτης]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κατοπτρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δείχνω]], [[αντανακλώ]] όπως σε καθρέφτη — Μέσ., κατοπτριζόμενοι τὴν [[δόξαν]], κοιτάζοντάς την σε καθρέφτη ή καλύτερα αντανακλώνοντας την οι ίδιοι σαν [[καθρέφτης]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατοπτρίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[показывать как в зеркале]], [[отражать]] (τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> med. [[глядеться в зеркало или отражаться в зеркале]] Sext.;<br /><b class="num">3)</b> [[видеть как бы в зеркале]] (τὴν [[δόξαν]] κυρίου NT).
|lstext='''κατοπτρίζω''': δεικνύω ὡς ἐν κατόπτρῳ ἢ δι’ ἀνακλάσεως [[ἀπεικονίζω]], παριστῶ, ὁ [[ἥλιος]] κ. τὴν ἶριν Πλούτ. 2. 894D. ΙΙ. Μέσ., θεωρῶ εἰς [[κάτοπτρον]], [[ἐμβλέπω]] καὶ παρατηρῶ ἐμαυτόν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 48· μύρῳ ἀλειφομένην καὶ κατοπτριζομένην Ἀθήν. 687C, κτλ.·― [[οὕτως]] ἐν Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. γ΄, 18, κατοπτριζόμενοι τὴν δόξαν, δύναται νὰ σημαίνῃ: θεωροῦντες ὡς ἐν κατόπτρῳ, ἀλλὰ [[κάλλιον]] ἁρμόζει πρὸς τὴν συνέχειαν τοῦ λόγου νὰ ἑρμηνεύσωμεν: ἀντανακλῶντες τὴν δόξαν.
}}
{{elnl
|elnltext=κατοπτρίζω [κάτοπτρον] med. weerspiegelen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj