Anonymous

κατείβω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />verser, répandre : [[δάκρυ]] OD une larme;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατείβομαι tomber en coulant, couler, s'écouler.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἴβω]].
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />verser, répandre : [[δάκρυ]] OD une larme;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατείβομαι tomber en coulant, couler, s'écouler.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἴβω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατείβω''': ποιητικ. ἀντὶ τοῦ [[καταλείβω]], ἀφίνω νὰ ῥεύσῃ ἢ στάξῃ, [[χύνω]], τί νυ δάκρυ κατείβετον Ὀδ. Φ. 8· τέρεν κατὰ [[δάκρυον]] εἴβεις Ἰλ. Π. 611.- Μέσ., χύνομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν Ἰλ. Ω. 794· τὸ κατειβόμενον Στυγὸς [[ὕδωρ]], τὸ καταρρέον [[ὕδωρ]] τῆς Στυγός, Ὀδ. Ε. 185· μεταφορ., κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών, παρήρχετο, κατέρρεε ([[βίος]] εἰκονίζεται ὡς ῥευστόν τι, οἱ Λατ. Labi), [[αὐτόθι]] 155·- σπάν. παρ’ Ἀττ., τί [[δάκρυον]] κατείβεται; Ἀριστοφ. Λυσ. 127. ΙΙ. μεταβ., καταπλημμυρίζω, μεταφορ., [[ἔρως]] κατείβων καρδίαν Ἀλκμάν 20.- Παθ., πλημμυροῦμαι μέ τι, ἀνίῃ, ἀκουῇ κατείβετο θυμὸς Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 290. 1131·- «κατείβετο· διεφθείρετο. κατέρρει» Ἡσύχ.
|elnltext=κατ-είβω poët. voor καταλείβω; alleen praes. en imperf. 3 sing. κατείβετο act. storten, vergieten:. δάκρυ tranen Od. 21.86. med. naar beneden stromen:; τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ het omlaag stromende water van de Styx Od. 5.185; overdr.: verstrijken, voorbijgaan:. κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών het heerlijke leven ging voorbij Od. 5.152.
}}
{{elru
|elrutext='''κατείβω:''' (только praes. и impf.) проливать, струить ([[δάκρυ]] Hom.); med. струиться, литься, стекать (θαλερὸν κατείβετο [[δάκρυ]] παρειῶν Hom.): τι [[δάκρυον]] κατείβεται; Arph. отчего льются слезы?
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κατείβω:''' ποιητ. αντί κατα-[[λείβω]], [[αφήνω]] να κυλήσει προς τα [[κάτω]], [[ρίχνω]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., χύνομαι προς τα [[κάτω]], [[περιρρέω]], σε Όμηρ.· μεταφ., κατείβετο [[αἰών]], η [[ζωή]] παρήκμασε, εφθάρη, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κατείβω:''' ποιητ. αντί κατα-[[λείβω]], [[αφήνω]] να κυλήσει προς τα [[κάτω]], [[ρίχνω]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., χύνομαι προς τα [[κάτω]], [[περιρρέω]], σε Όμηρ.· μεταφ., κατείβετο [[αἰών]], η [[ζωή]] παρήκμασε, εφθάρη, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατείβω:''' (только praes. и impf.) проливать, струить ([[δάκρυ]] Hom.); med. струиться, литься, стекать (θαλερὸν κατείβετο [[δάκρυ]] παρειῶν Hom.): τι [[δάκρυον]] κατείβεται; Arph. отчего льются слезы?
|lstext='''κατείβω''': ποιητικ. ἀντὶ τοῦ [[καταλείβω]], ἀφίνω νὰ ῥεύσῃ ἢ στάξῃ, [[χύνω]], τί νυ δάκρυ κατείβετον Ὀδ. Φ. 8· τέρεν κατὰ [[δάκρυον]] εἴβεις Ἰλ. Π. 611.- Μέσ., χύνομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν Ἰλ. Ω. 794· τὸ κατειβόμενον Στυγὸς [[ὕδωρ]], τὸ καταρρέον [[ὕδωρ]] τῆς Στυγός, Ὀδ. Ε. 185· μεταφορ., κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών, παρήρχετο, κατέρρεε ([[βίος]] εἰκονίζεται ὡς ῥευστόν τι, οἱ Λατ. Labi), [[αὐτόθι]] 155·- σπάν. παρ’ Ἀττ., τί [[δάκρυον]] κατείβεται; Ἀριστοφ. Λυσ. 127. ΙΙ. μεταβ., καταπλημμυρίζω, μεταφορ., [[ἔρως]] κατείβων καρδίαν Ἀλκμάν 20.- Παθ., πλημμυροῦμαι μέ τι, ἀνίῃ, ἀκουῇ κατείβετο θυμὸς Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 290. 1131·- «κατείβετο· διεφθείρετο. κατέρρει» Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-είβω poët. voor καταλείβω; alleen praes. en imperf. 3 sing. κατείβετο act. storten, vergieten:. δάκρυ tranen Od. 21.86. med. naar beneden stromen:; τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ het omlaag stromende water van de Styx Od. 5.185; overdr.: verstrijken, voorbijgaan:. κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών het heerlijke leven ging voorbij Od. 5.152.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=poet. for κατα-[[λείβω]]<br />to let [[flow]] [[down]], [[shed]], Od.:—Mid. to [[flow]] apace, Hom.; metaph., κατείβετο [[αἰών]] [[life]] ebbed, passed [[away]], Od.
|mdlsjtxt=poet. for κατα-[[λείβω]]<br />to let [[flow]] [[down]], [[shed]], Od.:—Mid. to [[flow]] apace, Hom.; metaph., κατείβετο [[αἰών]] [[life]] ebbed, passed [[away]], Od.
}}
}}