Anonymous

κλειτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> illustre, célèbre;<br /><b>2</b> digne d'être vanté, superbe, magnifique.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κλείω]]².
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> illustre, célèbre;<br /><b>2</b> digne d'être vanté, superbe, magnifique.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κλείω]]².
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κλειτός''': -ή, -όν, ([[κλείω]] Β) πεφημισμένος, [[περίφημος]], ἐπίκουροι Ἰλ. Γ. 451., Ζ. 227, κτλ.· βασιλῆες Ὀδ. Ζ. 54· γενεὰ Πινδ. Ν. 6. 104· ― ἐπὶ πραγμάτων, λαμπρὸς [[ἔξοχος]], [[ἑκατόμβη]] Ἰλ. Α. 447, κτλ.· ἐπὶ πόλεως, Ρ. 307, Πίνδ. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν ἐξ [[αὐτοῦ]] συνθέτων ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ. κλειτὸς 9, καὶ πρβλ. [[κλυτός]]. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομ. προπερισπ., Κλεῖτος, ὁ.
|elnltext=κλειτός -ή -όν [κλέω] beroemd, vermaard.
}}
{{elru
|elrutext='''κλειτός:''' 3, редко<br /><b class="num">1)</b> [[славный]], [[прославленный]] (βασιλῆες Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[пышный]] ([[ἑκατόμβη]] Hom.; [[Ἰωλκός]] Pind.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κλειτός:''' -ή, -όν ([[κλείω]] Β) = [[κλεινός]], σε Όμηρ., Πίνδ.
|lsmtext='''κλειτός:''' -ή, -όν ([[κλείω]] Β) = [[κλεινός]], σε Όμηρ., Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κλειτός:''' 3, редко<br /><b class="num">1)</b> [[славный]], [[прославленный]] (βασιλῆες Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[пышный]] ([[ἑκατόμβη]] Hom.; [[Ἰωλκός]] Pind.).
|lstext='''κλειτός''': -ή, -όν, ([[κλείω]] Β) πεφημισμένος, [[περίφημος]], ἐπίκουροι Ἰλ. Γ. 451., Ζ. 227, κτλ.· βασιλῆες Ὀδ. Ζ. 54· γενεὰ Πινδ. Ν. 6. 104· ― ἐπὶ πραγμάτων, λαμπρὸς [[ἔξοχος]], [[ἑκατόμβη]] Ἰλ. Α. 447, κτλ.· ἐπὶ πόλεως, Ρ. 307, Πίνδ. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν ἐξ [[αὐτοῦ]] συνθέτων ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ. κλειτὸς 9, καὶ πρβλ. [[κλυτός]]. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομ. προπερισπ., Κλεῖτος, .
}}
{{elnl
|elnltext=κλειτός -ή -όν [κλέω] beroemd, vermaard.
}}
}}
{{etym
{{etym