Anonymous

κληρονόμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />héritier, héritière.<br />'''Étymologie:''' [[κλῆρος]], [[νέμω]].
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />héritier, héritière.<br />'''Étymologie:''' [[κλῆρος]], [[νέμω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κληρονόμος''': ὁ, (νέμομαι) ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν. προσ., Πλάτ. Νόμ. 923Ε· μετὰ γεν. πράγμ., Λυσ. 907. 5, Ἰσοκρ. 386Β, κτλ.· μεταφορ., κλ. τῆς εὐνοίας, τῆς ἀτιμίας Ἰσοκρ. 109Ε, Δημ. 603, ἐν τέλ.· τῆς [[ὑπὲρ]] τῶν νόμων δίκης Δημ. 521. 18· κλαρονόμος Μώσας τᾶς Δωρίδος Μόσχ. 3. 103· κληρονόμον καθιστάναι τινὰ Δημ. 603, ἐν τέλ.· κλ. καταλείπειν τινὰ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 15· κλ. γράφειν τινὰ Ἀνθ. Π. 11. 171.
|elnltext=κληρονόμος -ου, ὁ [κλῆρος, νέμω] erfgenaam; overdr:.: τῆς εὐνοίας κ. erfgenamen van de goodwill Isocr. 5.136.
}}
{{elru
|elrutext='''κληρονόμος:''' ὁ и ἡ наследник: κ. τινός Lys., Plat., NT наследник кого(чего)-л.; κληρονόμον τινὰ καθιστάναι Dem. (καταλείπειν Arst., ἀπολείπειν Plut., γράφειν Anth.) сделать кого-л. (своим) наследником; σὺ ὁ τοῦ λόγου κ. Plat. ты, чья очередь говорить.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κληρονόμος:''' ὁ ([[νέμομαι]]), [[κάποιος]] που λαμβάνει [[μερίδιο]] κληρονομιάς, [[κληρονόμος]], [[κληροδόχος]], [[νόμιμος]] μεριδούχος, σε Δημ. κ.λπ.
|lsmtext='''κληρονόμος:''' ὁ ([[νέμομαι]]), [[κάποιος]] που λαμβάνει [[μερίδιο]] κληρονομιάς, [[κληρονόμος]], [[κληροδόχος]], [[νόμιμος]] μεριδούχος, σε Δημ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κληρονόμος:''' ὁ и ἡ наследник: κ. τινός Lys., Plat., NT наследник кого(чего)-л.; κληρονόμον τινὰ καθιστάναι Dem. (καταλείπειν Arst., ἀπολείπειν Plut., γράφειν Anth.) сделать кого-л. (своим) наследником; σὺ ὁ τοῦ λόγου κ. Plat. ты, чья очередь говорить.
|lstext='''κληρονόμος''': , (νέμομαι) ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν. προσ., Πλάτ. Νόμ. 923Ε· μετὰ γεν. πράγμ., Λυσ. 907. 5, Ἰσοκρ. 386Β, κτλ.· μεταφορ., κλ. τῆς εὐνοίας, τῆς ἀτιμίας Ἰσοκρ. 109Ε, Δημ. 603, ἐν τέλ.· τῆς [[ὑπὲρ]] τῶν νόμων δίκης Δημ. 521. 18· κλαρονόμος Μώσας τᾶς Δωρίδος Μόσχ. 3. 103· κληρονόμον καθιστάναι τινὰ Δημ. 603, ἐν τέλ.· κλ. καταλείπειν τινὰ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 15· κλ. γράφειν τινὰ Ἀνθ. Π. 11. 171.
}}
{{elnl
|elnltext=κληρονόμος -ου, [κλῆρος, νέμω] erfgenaam; overdr:.: τῆς εὐνοίας κ. erfgenamen van de goodwill Isocr. 5.136.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj