Anonymous

καράτομος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à qui l'on a coupé la tête;<br /><b>2</b> détaché de la tête.<br />'''Étymologie:''' [[κάρα]], [[τέμνω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à qui l'on a coupé la tête;<br /><b>2</b> détaché de la tête.<br />'''Étymologie:''' [[κάρα]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰράτομος''': ρᾱ, ον, ([[τέμνω]]) ἀποτετμημένος τὴν κεφαλήν, καρατομηθείς, γοργόν' ὡς καρατόμῳ (καρατομῶν κατὰ Λοβέκκιον ἐν ἐκδ. Nauck) Εὐριπ. Ἄλκ. 1118· κ. [[ἐρημία]] νεανίδων, δηλ. ἡ σφαγὴ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 564· [[οὕτως]], Ἕκτορος.. καρατόμους σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 606. 2) ἀποτετμημένος ἐκ τῆς κεφαλῆς, κ. χλιδαί, ἀποτετμημένοι ἐκ τῆς [[κόμης]] πλόκαμοι, Σοφ. Ἠλ. 52. ΙΙ. παροξ., καρατόμος, ον, ἐνεργ., ὁ καρατομῶν, ἀποκεφαλίζων, μετὰ γεν., Ἑλλάδος καρατόμον Λυκόφρ. 187.
|elnltext=καράτομος -ον [κάρα, τέμνω] onthoofd. van het hoofd gesneden:. τύμβον καρατόμοις χλιδαῖς στέψαντες de tombe met afgesneden weelde (d.w.z. haar) bekransend Soph. El. 52.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰράτομος:''' (ρᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[обезглавленный]] ([[Γοργώ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[отделенный от головы]], [[срезанный с головы]] (χλιδαί Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κᾰράτομος:''' [ρᾱ], -ον, ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αποκεφαλισμός]], σε Ευρ.· κ. [[ἐρημία]] νεανίδων, δηλ. η [[σφαγή]] τους, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> κομμένος, αποκομμένος από το [[κεφάλι]], <i>κ. χλιδαί</i>, κομμένες τούφες, μπούκλες μαλλιών, σε Σοφ.
|lsmtext='''κᾰράτομος:''' [ρᾱ], -ον, ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αποκεφαλισμός]], σε Ευρ.· κ. [[ἐρημία]] νεανίδων, δηλ. η [[σφαγή]] τους, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> κομμένος, αποκομμένος από το [[κεφάλι]], <i>κ. χλιδαί</i>, κομμένες τούφες, μπούκλες μαλλιών, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰράτομος:''' (ρᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[обезглавленный]] ([[Γοργώ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[отделенный от головы]], [[срезанный с головы]] (χλιδαί Soph.).
|lstext='''κᾰράτομος''': ρᾱ, ον, ([[τέμνω]]) ἀποτετμημένος τὴν κεφαλήν, καρατομηθείς, γοργόν' ὡς καρατόμῳ (καρατομῶν κατὰ Λοβέκκιον ἐν ἐκδ. Nauck) Εὐριπ. Ἄλκ. 1118· κ. [[ἐρημία]] νεανίδων, δηλ. ἡ σφαγὴ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 564· [[οὕτως]], Ἕκτορος.. καρατόμους σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 606. 2) ἀποτετμημένος ἐκ τῆς κεφαλῆς, κ. χλιδαί, ἀποτετμημένοι ἐκ τῆς [[κόμης]] πλόκαμοι, Σοφ. Ἠλ. 52. ΙΙ. παροξ., καρατόμος, ον, ἐνεργ., ὁ καρατομῶν, ἀποκεφαλίζων, μετὰ γεν., Ἑλλάδος καρατόμον Λυκόφρ. 187.
}}
{{elnl
|elnltext=καράτομος -ον [κάρα, τέμνω] onthoofd. van het hoofd gesneden:. τύμβον καρατόμοις χλιδαῖς στέψαντες de tombe met afgesneden weelde (d.w.z. haar) bekransend Soph. El. 52.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰρ¯ά-τομος, ον [[τέμνω]]<br /><b class="num">1.</b> [[beheaded]], Eur.; κ. [[ἐρημία]] νεανίδων, i. e. [[their]] [[slaughter]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> cut off from the [[head]], κ. χλιδαί one's [[shorn]] locks, Soph.
|mdlsjtxt=κᾰρ¯ά-τομος, ον [[τέμνω]]<br /><b class="num">1.</b> [[beheaded]], Eur.; κ. [[ἐρημία]] νεανίδων, i. e. [[their]] [[slaughter]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> cut off from the [[head]], κ. χλιδαί one's [[shorn]] locks, Soph.
}}
}}