Anonymous

κολλητός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />bien ajusté.<br />'''Étymologie:''' *κολλέω, de *κολλός, v. [[κολλήεις]].<br /><span class="bld">2</span>ή, όν :<br />collé, soudé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κολλάω]].
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />bien ajusté.<br />'''Étymologie:''' *κολλέω, de *κολλός, v. [[κολλήεις]].<br /><span class="bld">2</span>ή, όν :<br />collé, soudé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κολλάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κολλητός''': -ή, -όν, ([[κολλάω]]) συγκεκολλημένος, [[καλῶς]] κατεσκευασμένος, ὡς τὸ [[εὐποίητος]], [[εὔπηκτος]], παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῶν θυρῶν, σανίδων, Ὀδ. Ψ. 194., Φ. 164· τοῦ ἅρματος, δίφρου, ξυστοῦ, Ἰλ. Δ. 366, κτλ.· οὕτω, κ. ὄχοι Εὐρ. Ἱππ. 1225· ὕδασι καὶ γῇ κ. Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 25, [[ὑποκρητηρίδιον]] κολλητόν, [[εἶναι]] ἢ [[ὑποστήριγμα]] κεκοσμημένον μὲ διαφόρους παραστάσεις ἐγκολλήτους ἢ ([[ἴσως]]) [[ὑποστήριγμα]] συγκεκολλημένον μετὰ τοῦ κρατῆρος, ἴδε Ἡγήσανδ. παρ’ Ἀθην. 210Β, Παυσ. 10. 16, 1, καὶ πρβλ. [[κόλλησις]].
|elnltext=κολλητός -ή -όν [κόλλα] vastgelijmd, stevig verbonden:; κολλητὰς δ’ ἐπέθηκα θύρας en ik zette er een stevig gevoegde deur voor Od. 23.194; κολλητοὶ ὄχοι stevig gebouwde wagen Eur. Hipp. 1225; gesoldeerd:. ἀνέθηκε... ὑποκρητηρίδιον σιδήρεον κολλητόν hij gaf als wijgeschenk een klein gesoldeerd ijzerenvoetstuk Hdt. 1.25.2.
}}
{{elru
|elrutext='''κολλητός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[крепко склеенный]], [[сколоченный]] или [[сбитый]] (θύραι, [[δίφρος]], ἅρματα, σανίδες Hom.; ὄχοι Eur.): κ. [[ὕδασι]] καὶ γῇ Plat. скрепленный мокрой глиной;<br /><b class="num">2)</b> [[покрытый насечками]], [[инкрустированный]] ([[ὑποκρητηρίδιον]] Her.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κολλητός:''' -ή, -όν ([[κολλάω]])·<br /><b class="num">I.</b> κολλημένος με κάποιον, [[στενά]] συνδεδεμένος, [[σφιχτά]] προσαρμοσμένος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ὑποκρητηρίδιον]] κολλητόν, [[υποστήριγμα]] συγκολλημένο με τον <i>κρατήρα</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κολλητός:''' -ή, -όν ([[κολλάω]])·<br /><b class="num">I.</b> κολλημένος με κάποιον, [[στενά]] συνδεδεμένος, [[σφιχτά]] προσαρμοσμένος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ὑποκρητηρίδιον]] κολλητόν, [[υποστήριγμα]] συγκολλημένο με τον <i>κρατήρα</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κολλητός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[крепко склеенный]], [[сколоченный]] или [[сбитый]] (θύραι, [[δίφρος]], ἅρματα, σανίδες Hom.; ὄχοι Eur.): κ. [[ὕδασι]] καὶ γῇ Plat. скрепленный мокрой глиной;<br /><b class="num">2)</b> [[покрытый насечками]], [[инкрустированный]] ([[ὑποκρητηρίδιον]] Her.).
|lstext='''κολλητός''': -ή, -όν, ([[κολλάω]]) συγκεκολλημένος, [[καλῶς]] κατεσκευασμένος, ὡς τὸ [[εὐποίητος]], [[εὔπηκτος]], παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῶν θυρῶν, σανίδων, Ὀδ. Ψ. 194., Φ. 164· τοῦ ἅρματος, δίφρου, ξυστοῦ, Ἰλ. Δ. 366, κτλ.· οὕτω, κ. ὄχοι Εὐρ. Ἱππ. 1225· ὕδασι καὶ γῇ κ. Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 25, [[ὑποκρητηρίδιον]] κολλητόν, [[εἶναι]] [[ὑποστήριγμα]] κεκοσμημένον μὲ διαφόρους παραστάσεις ἐγκολλήτους ἢ ([[ἴσως]]) [[ὑποστήριγμα]] συγκεκολλημένον μετὰ τοῦ κρατῆρος, ἴδε Ἡγήσανδ. παρ’ Ἀθην. 210Β, Παυσ. 10. 16, 1, καὶ πρβλ. [[κόλλησις]].
}}
{{elnl
|elnltext=κολλητός -ή -όν [κόλλα] vastgelijmd, stevig verbonden:; κολλητὰς δ’ ἐπέθηκα θύρας en ik zette er een stevig gevoegde deur voor Od. 23.194; κολλητοὶ ὄχοι stevig gebouwde wagen Eur. Hipp. 1225; gesoldeerd:. ἀνέθηκε... ὑποκρητηρίδιον σιδήρεον κολλητόν hij gaf als wijgeschenk een klein gesoldeerd ijzerenvoetstuk Hdt. 1.25.2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κολλητός]], ή, όν [[κολλάω]]<br /><b class="num">I.</b> glued [[together]], [[closely]] joined, well-framed, Hom., Eur., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[ὑποκρητηρίδιον]] κολλητόν a [[stand]] [[welded]] to the [[κρητήρ]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[κολλητός]], ή, όν [[κολλάω]]<br /><b class="num">I.</b> glued [[together]], [[closely]] joined, well-framed, Hom., Eur., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[ὑποκρητηρίδιον]] κολλητόν a [[stand]] [[welded]] to the [[κρητήρ]], Hdt.
}}
}}