Anonymous

κορακῖνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> jeune corbeau;<br /><b>2</b> coracin, <i>poisson de mer, ou du Nil</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κόραξ]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> jeune corbeau;<br /><b>2</b> coracin, <i>poisson de mer, ou du Nil</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κόραξ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κορᾰκῖνος''': , ([[κόραξ]]) [[μικρός]], [[νέος]] [[κόραξ]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1053. ΙΙ. ἰχθύς τις [[ὅμοιος]] τῇ πέρκῃ, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 560, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 308 κἑξ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1, κ. ἀλλ.· φέρεται κοράκινοι παρ’ Ἐπιχάρμ. 28 Ahr.· ― ἰδίως εὑρισκόμενος ἐν τῷ Νείλῳ, Στράβ. 823, Πλίν.· καλούμενος [[οὕτως]] ἐκ τοῦ μέλανος [[αὐτοῦ]] χρώματος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 133· ἢ κατὰ τὸν Ἀθήν. 309, ἀπὸ τοῦ κόρας κινεῖν! πρβλ. κορᾰκῑνίδιον.
|elnltext=κορακῖνος -ου, ὁ [κόραξ] jonge raaf. kleine donkere zeevis, missch. ombervis.
}}
{{elru
|elrutext='''κορᾰκῖνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[вороненок]], [[молодой ворон]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[вороненок]] (морская рыба черного цвета) Arph., Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κορᾰκῖνος:''' ὁ ([[κόραξ]]), νεαρό [[κοράκι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κορᾰκῖνος:''' ὁ ([[κόραξ]]), νεαρό [[κοράκι]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κορᾰκῖνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[вороненок]], [[молодой ворон]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[вороненок]] (морская рыба черного цвета) Arph., Arst.
|lstext='''κορᾰκῖνος''': , ([[κόραξ]]) [[μικρός]], [[νέος]] [[κόραξ]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1053. ΙΙ. ἰχθύς τις [[ὅμοιος]] τῇ πέρκῃ, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 560, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 308 κἑξ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1, κ. ἀλλ.· φέρεται κοράκινοι παρ’ Ἐπιχάρμ. 28 Ahr.· ― ἰδίως εὑρισκόμενος ἐν τῷ Νείλῳ, Στράβ. 823, Πλίν.· καλούμενος [[οὕτως]] ἐκ τοῦ μέλανος [[αὐτοῦ]] χρώματος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 133· ἢ κατὰ τὸν Ἀθήν. 309, ἀπὸ τοῦ κόρας κινεῖν! πρβλ. κορᾰκῑνίδιον.
}}
{{elnl
|elnltext=κορακῖνος -ου, [κόραξ] jonge raaf. kleine donkere zeevis, missch. ombervis.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κορᾰκῖνος, ὁ, [[κόραξ]]<br />a [[young]] [[raven]], Ar.
|mdlsjtxt=κορᾰκῖνος, ὁ, [[κόραξ]]<br />a [[young]] [[raven]], Ar.
}}
}}