Anonymous

κουρεῖον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ου (τό) :<br />boutique de barbier.<br />'''Étymologie:''' [[κουρεύς]].
|btext=ου (τό) :<br />boutique de barbier.<br />'''Étymologie:''' [[κουρεύς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κουρεῖον''': τό, (κουρὰ) [[ἐργαστήριον]] κουρέως, [[ἔνθα]] συνηντῶντο οἱ φλύαροι καὶ ἐμάνθανον καὶ διέδιδον πᾶν ὅ,τι σκανδαλῶδες νέον, καὶ τοι [[λόγος]] γ’ ἦν... πολὺς ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Ἀριστοφ. Πλ. 338, πρβλ. Ὄρν. 1441· πόλλ’ ἔμαθον ἐν τοῖσι κουρείοις ἐγὼ ἀτόπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 3, πρβλ. Λυσίαν 170. 8· εἰς κ., εἰς λογαριασμὸν τοῦ κουρέως μου, ὁ αὐτ. ἐν 905. 6. ΙΙ. κούρειον, προπαροξ., τὸ [[πρόβατον]] ἢ ὁ ἀμνὸς ὃν ἔθυον καὶ ἐν συμποσίῳ ἤσθιον οἱ φράτερες κατὰ τὴν ἑορτὴν ἥτις ἐκαλεῖτο [[κουρεῶτις]], ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 132, Ἰσαῖ. 58. 30 ([[ἔνθα]] [[ἡμαρτημένως]] φέρεται [[κούριον]])· πρβλ. [[μεῖον]] ΙΙ.
|elnltext=κουρεῖον -ου, τό [κουρεύς] kapperszaak (vaak als ontmoetingsplaats).
}}
{{elru
|elrutext='''κουρεῖον:''' τό [[цирюльня]] Lys., Dem., Plut.: [[λόγος]] ἦν ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Arph. шли толки среди посетителей цирюлен (цирюльни служили местами сборищ праздных горожан).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κουρεῖον:''' τό ([[κουρεύς]]), [[κουρείο]], [[κατάστημα]] κουρέα, [[μπαρμπέρικο]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κουρεῖον:''' τό ([[κουρεύς]]), [[κουρείο]], [[κατάστημα]] κουρέα, [[μπαρμπέρικο]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κουρεῖον:''' τό [[цирюльня]] Lys., Dem., Plut.: [[λόγος]] ἦν ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Arph. шли толки среди посетителей цирюлен (цирюльни служили местами сборищ праздных горожан).
|lstext='''κουρεῖον''': τό, (κουρὰ) [[ἐργαστήριον]] κουρέως, [[ἔνθα]] συνηντῶντο οἱ φλύαροι καὶ ἐμάνθανον καὶ διέδιδον πᾶν ὅ,τι σκανδαλῶδες νέον, καὶ τοι [[λόγος]] γ’ ἦν... πολὺς ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Ἀριστοφ. Πλ. 338, πρβλ. Ὄρν. 1441· πόλλ’ ἔμαθον ἐν τοῖσι κουρείοις ἐγὼ ἀτόπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 3, πρβλ. Λυσίαν 170. 8· εἰς κ., εἰς λογαριασμὸν τοῦ κουρέως μου, ὁ αὐτ. ἐν 905. 6. ΙΙ. κούρειον, προπαροξ., τὸ [[πρόβατον]] ἢ ὁ ἀμνὸς ὃν ἔθυον καὶ ἐν συμποσίῳ ἤσθιον οἱ φράτερες κατὰ τὴν ἑορτὴν ἥτις ἐκαλεῖτο [[κουρεῶτις]], ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 132, Ἰσαῖ. 58. 30 ([[ἔνθα]] [[ἡμαρτημένως]] φέρεται [[κούριον]])· πρβλ. [[μεῖον]] ΙΙ.
}}
{{elnl
|elnltext=κουρεῖον -ου, τό [κουρεύς] kapperszaak (vaak als ontmoetingsplaats).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κουρεῖον]], ου, τό, [[κουρεύς]]<br />a [[barber]]'s [[shop]], Ar.
|mdlsjtxt=[[κουρεῖον]], ου, τό, [[κουρεύς]]<br />a [[barber]]'s [[shop]], Ar.
}}
}}