Anonymous

κρήμνημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=suspendre.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κρεμάννυμι]].
|btext=suspendre.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κρεμάννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρήμνημι''': [[κρεμάννυμι]], «[[κρεμῶ]]», ἀγκύραν ποτέ... ναῒ κρημνάντων Πινδ. Π. 4. 42· κρήμνη (προστακτ.) σεαυτὴν ἐξ... ἀντηρίδος Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 150· τούσδε ἐκρήμνη (παρατατ.) Ἀππ. Μιθριδ. 97· ― Παθ., κρήμναμαι, εἶμαι «κρεμασμένος», κρέμαμαι, Εὐρ. Ἠλ. 1217· αἰωροῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, ὕπερθ’ ὀμμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν Αἰσχύλ. Θήβ. 229. Πρβλ. ἐκ-, [[κατακρήμναμαι]].
|elnltext=κρήμνημι en κρημνάω zie κρίμνημι.
}}
{{elru
|elrutext='''κρήμνημι:''' (только praes. и impf.) свешивать вниз, опускать (ἄγκυραν Pind.). - см. тж. [[κρήμναμαι]] 1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρήμνημι]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κρίμνημι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[κρεμώ]]].
|mltxt=[[κρήμνημι]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κρίμνημι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[κρεμώ]]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρήμνημι:''' (только praes. и impf.) свешивать вниз, опускать (ἄγκυραν Pind.). - см. тж. [[κρήμναμαι]] 1.
|lstext='''κρήμνημι''': [[κρεμάννυμι]], «[[κρεμῶ]]», ἀγκύραν ποτέ... ναῒ κρημνάντων Πινδ. Π. 4. 42· κρήμνη (προστακτ.) σεαυτὴν ἐξ... ἀντηρίδος Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 150· τούσδε ἐκρήμνη (παρατατ.) Ἀππ. Μιθριδ. 97· ― Παθ., κρήμναμαι, εἶμαι «κρεμασμένος», κρέμαμαι, Εὐρ. Ἠλ. 1217· αἰωροῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, ὕπερθ’ ὀμμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν Αἰσχύλ. Θήβ. 229. Πρβλ. ἐκ-, [[κατακρήμναμαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κρήμνημι en κρημνάω zie κρίμνημι.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[κρεμάννυμι]], Pind.]<br />Pass. [[κρήμναμαι]], to [[hang]], be suspended, Eur.: to [[float]] in air, Aesch.
|mdlsjtxt== [[κρεμάννυμι]], Pind.]<br />Pass. [[κρήμναμαι]], to [[hang]], be suspended, Eur.: to [[float]] in air, Aesch.
}}
}}