Anonymous

κραυγή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ῆς (ἡ) :<br />cri : κραυγὴν ποιεῖν XÉN pousser un cri ; clameur.<br />'''Étymologie:''' R. Κραγ, crier ; cf. [[κράζω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />cri : κραυγὴν ποιεῖν XÉN pousser un cri ; clameur.<br />'''Étymologie:''' R. Κραγ, crier ; cf. [[κράζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κραυγή''': ἡ, (ἐκ √ΚΡΑΓ, [[κράζω]]) ὡς καὶ νῦν, τὸ κραυγάζειν, Λατ. clamor, τίς ἥδε [[κραυγή]]; Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. κραυγὴν στῆσαι, [[θεῖναι]] Εὐρ. Ὀρ. 1510, 1529· ποιεῖν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 4· κ. γίγνεται Λυσ. 136. 24· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχίν. 5. 27· κραυγὴ Καλλιόπης (ἀντὶ [[ποίησις]]) ὡς [[παράδειγμα]] ἐλλείψεως καλαισθησίας, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διονυσ. τοῦ Χαλκοῦ ὑπὸ Ἀριστ. ἐν τῇ Ρητ. 3. 2, 11.
|elnltext=κραυγή -ῆς, ἡ schreeuw, gegil.
}}
{{elru
|elrutext='''κραυγή:''' дор. [[κραυγά]] ἡ крик Dem. etc.: κραυγὴν ποιεῖν Xen., [[στῆσαι]] или τιθέναι Eur. поднимать крик.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κραυγή:''' ἡ ([[κράζω]]), [[κραυγή]], [[φωνή]], τσίριγμα, ουρλιαχτό, Λατ. [[clamor]], σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''κραυγή:''' ἡ ([[κράζω]]), [[κραυγή]], [[φωνή]], τσίριγμα, ουρλιαχτό, Λατ. [[clamor]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κραυγή:''' дор. [[κραυγά]] ἡ крик Dem. etc.: κραυγὴν ποιεῖν Xen., [[στῆσαι]] или τιθέναι Eur. поднимать крик.
|lstext='''κραυγή''': ἡ, (ἐκ √ΚΡΑΓ, [[κράζω]]) ὡς καὶ νῦν, τὸ κραυγάζειν, Λατ. clamor, τίς ἥδε [[κραυγή]]; Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. κραυγὴν στῆσαι, [[θεῖναι]] Εὐρ. Ὀρ. 1510, 1529· ποιεῖν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 4· κ. γίγνεται Λυσ. 136. 24· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχίν. 5. 27· κραυγὴ Καλλιόπης (ἀντὶ [[ποίησις]]) ὡς [[παράδειγμα]] ἐλλείψεως καλαισθησίας, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διονυσ. τοῦ Χαλκοῦ ὑπὸ Ἀριστ. ἐν τῇ Ρητ. 3. 2, 11.
}}
{{elnl
|elnltext=κραυγή -ῆς, ἡ schreeuw, gegil.
}}
}}
{{etym
{{etym