Anonymous

κομμωτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne la parure ; ἡ κομμωτική ([[τέχνη]]) l'art de parer avec recherche, de farder, de pomponner;<br /><b>2</b> orné, prétentieux (style).<br />'''Étymologie:''' [[κομμόω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne la parure ; ἡ κομμωτική ([[τέχνη]]) l'art de parer avec recherche, de farder, de pomponner;<br /><b>2</b> orné, prétentieux (style).<br />'''Étymologie:''' [[κομμόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κομμωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς καλλώπισιν, ἄσκησις Λουκ. Ἔρωτες 9· τὸ κ. τῆς ἰατρικῆς [[μέρος]] Γαλην.· ― ἡ -κὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ καλλύνειν ἢ καλλωπίζειν, Πλάτ. Γοργ. 463Β, 465Β. ― μεταφ. ἐπὶ ὕφους, Ἑρμογ., κτλ.· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1063.
|elnltext=κομμωτικός -ή -όν [κομμωτής] verfraaiings-; subst. ἡ κομμωτική ( sc. τέχνη) opsierkunst.
}}
{{elru
|elrutext='''κομμωτικός:''' [[служащий для украшения]], [[украшающий]] ([[ἄσκησις]] Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κομμωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον καλλωπισμό· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του καλλωπισμού, σε Πλάτ.
|lsmtext='''κομμωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον καλλωπισμό· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του καλλωπισμού, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κομμωτικός:''' [[служащий для украшения]], [[украшающий]] ([[ἄσκησις]] Luc.).
|lstext='''κομμωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς καλλώπισιν, ἄσκησις Λουκ. Ἔρωτες 9· τὸ κ. τῆς ἰατρικῆς [[μέρος]] Γαλην.· ― ἡ -κὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ καλλύνειν ἢ καλλωπίζειν, Πλάτ. Γοργ. 463Β, 465Β. ― μεταφ. ἐπὶ ὕφους, Ἑρμογ., κτλ.· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1063.
}}
{{elnl
|elnltext=κομμωτικός -ή -όν [κομμωτής] verfraaiings-; subst. ἡ κομμωτική ( sc. τέχνη) opsierkunst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κομμωτικός]], ή, όν<br />of or for [[embellishment]]:— ἡ -κή (sc. τέχνἠ, the art of [[embellishment]], Plat.
|mdlsjtxt=[[κομμωτικός]], ή, όν<br />of or for [[embellishment]]:— ἡ -κή (sc. τέχνἠ, the art of [[embellishment]], Plat.
}}
}}