3,270,682
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ῖδος (ἡ) :<br /><b>I.</b> chaussure d'homme, sorte de demi-botte (<i>cf. lat.</i> crepida);<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> fondement d'une construction ; <i>fig.</i> fondement : ἡ [[ἐγκράτεια]] ἀρετῆς [[κρηπίς]] XÉN la possession de soi-même est le fondement de la vertu ; κρηπὶς κακῶν ESCHL fondement de maux;<br /><b>2</b> construction au bord de la mer <i>ou</i> d'un fleuve, quai.<br /><i><b>Étym.</b> lat.</i> crepido. | |btext=ῖδος (ἡ) :<br /><b>I.</b> chaussure d'homme, sorte de demi-botte (<i>cf. lat.</i> crepida);<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> fondement d'une construction ; <i>fig.</i> fondement : ἡ [[ἐγκράτεια]] ἀρετῆς [[κρηπίς]] XÉN la possession de soi-même est le fondement de la vertu ; κρηπὶς κακῶν ESCHL fondement de maux;<br /><b>2</b> construction au bord de la mer <i>ou</i> d'un fleuve, quai.<br /><i><b>Étym.</b> lat.</i> crepido. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κρηπίς -ῖδος, ἡ laars, meestal van mannen:; παντᾷ κρηπῖδες overal mannenlaarzen (d.w.z. mannen ) Theocr. Id. 15.6; soms van vrouwen. fundament, voetstuk:; πρὸς δὲ κρηπίδων βάθροις bij de treden van het altaarvoetstuk Eur. Tr. 16; overdr. basis, bodem:. κοὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν de bodem van het kwaad is nog niet in zicht Aeschl. Pers. 815; ἡ ἐγκράτεια ἀρετῆς κρηπίς zelfbeheersing is de basis van deugd Xen. Mem. 1.5.4. kade, oever:. κρηπῖδα κύκλῳ περὶ αὐτὴν ἤλασε hij liet een kademuur rondom het meer aanleggen Hdt. 1.185.5. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρηπίς:''' ῖδος ἡ (ῑδ, редко ῐδ)<br /><b class="num">1)</b> [[сапог]] Theocr., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> [[основание]], [[фундамент]] (βωμῶν Soph.; ναοῦ Arst.; κ. λιθίνη Xen.): κρηπῖδα βάλλεσθαί τινος Pind., Plut. закладывать основы чего-л., класть начало чему-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[основание]], [[дно]]: [[οὐδέπω]] κακῶν κ. ὕπεστιν Aesch. дно бедствий еще не достигнуто, т. е. еще не наступил конец бедствиям;<br /><b class="num">4)</b> [[ограда]], [[вал]] (sc. τοῦ λιμένος Polyb.; [[λίμνη]] λιθίνῃ κρηπῖδι κεκοσμημένη Her.). | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κρηπίς:''' -ῖδος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> είδος ανδρικού παπουτσιού, σε Ξεν.· <i>κρηπῖδες</i>, στρατιωτικές μπότες, δηλ. οι ίδιοι οι στρατιώτες, πολεμιστές.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[θεμελίωση]], [[βάση]], λέγεται για ναό ή βωμό, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· μεταφ., <i>κρηπὶς σοφῶν ἐπέων</i>, σε Πίνδ.· [[οὐδέπω]] κρηπὶς κακῶν ὕπεστι, δεν φτάσαμε [[ακόμα]] στον πάτο της δυστυχίας, σε Αισχύλ.· ἡ [[ἐγκράτεια]] ἀρετῆς [[κρηπίς]], η [[αυτοσυγκράτηση]] είναι το [[θεμέλιο]] της αρετής, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> περιτειχισμένη [[άκρη]] ποταμού, [[αποβάθρα]], [[προκυμαία]], [[μουράγιο]], Λατ. crepῑdo, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''κρηπίς:''' -ῖδος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> είδος ανδρικού παπουτσιού, σε Ξεν.· <i>κρηπῖδες</i>, στρατιωτικές μπότες, δηλ. οι ίδιοι οι στρατιώτες, πολεμιστές.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[θεμελίωση]], [[βάση]], λέγεται για ναό ή βωμό, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· μεταφ., <i>κρηπὶς σοφῶν ἐπέων</i>, σε Πίνδ.· [[οὐδέπω]] κρηπὶς κακῶν ὕπεστι, δεν φτάσαμε [[ακόμα]] στον πάτο της δυστυχίας, σε Αισχύλ.· ἡ [[ἐγκράτεια]] ἀρετῆς [[κρηπίς]], η [[αυτοσυγκράτηση]] είναι το [[θεμέλιο]] της αρετής, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> περιτειχισμένη [[άκρη]] ποταμού, [[αποβάθρα]], [[προκυμαία]], [[μουράγιο]], Λατ. crepῑdo, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κρηπίς''': ῖδος, ἡ, [[εἶδος]] ὑποδήματος ἀνδρικοῦ ὑψηλὰ ἔχοντος τὰ καττύματα, Λεξ. Ρητ. 275. 18, [[εἶδος]] ὑμιυποδήματος, Ξεν. Ἱππ. 12. 10, Ἡγήμ. παρ᾿ Ἀθην. 698D, Θεοφρ. Χαρ. 2· διακρίνονται δὲ αἱ κρηπῖδες ἀπὸ τῶν ἁπλῶν ὑποδημάτων, Ἀθήν. 539C, 621Β· [[ἴσως]] (ὡς δύναταί τις νὰ κρίνῃ ἐκ τοῦ ὀνόματος [[ὀπισθοκρηπῖδες]]) [[ὄπισθεν]] ἀνοικταί· κρ. λευκαί, [[σημεῖον]] ἐκθηλύνσεως, Τίμαι. αὐτόθ. 522Α· κρ. [[χῖαι]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828· ‒ κρηπῖδες, ὑποδήματα στρατιωτικά, δηλ. αὐτοὶ οἱ στρατιῶται, Θεόκρ. 15. 6. 2) [[πλακούντιον]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] πεδίλου, ὑποδήματος, Πολυδ. Ϛʹ, 77. ΙΙ. [[καθόλου]], θεμέλιον, τὰ θεμέλια οἰκοδομήματος, ἰδίως ναοῦ ἢ βωμοῦ, Ἡρόδ. 1. 93, Σοφ. Τρ. 993, Εὐρ. Ἴων 38, Ἡρ. Μαιν. 985, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 7· τύμβου ᾿πὶ κρηπῖδ᾿ Εὐρ. Ἡλ. 547· ‒ μεταφ., βάσις, θεμέλιον, βάλλεσθαι κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων Πινδ. Π. 4. 245· κρ. ἀοιδᾶν [[αὐτόθι]] 7. 3· ἐβάλλοντο φαενὰν κρηπῖδ᾿ ἐλευθερίας (ἴδε ἐν τέλ.) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 196· κρ. γένους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1261· ἡ [[ἐγκράτεια]] ἀρετῆς κρ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 4· οὐδέπω κρηπὶς κακῶν ὕπεστι, δὲν ἐφθάσαμεν ἀκόμη εἰς τὸν βυθὸν τῆς δυστυχίας, Αἰσχύλ. Πέρσ. 815. 2) ἡ [[ὄχθη]] ποταμοῦ τειχισθεῖσα, Λατ. crepido, Ἡρόδ. 1. 185., 2. 170, Πολύβ. 5. 37, 8· χρησιμεύουσα ὡς [[βάθρον]] τῶν ἁψίδων γεφύρας, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1078. ῑ ἐν τῇ γεν. κρηπῖδος, κτλ., ὡς ἐν τῇ Λατ. crepido· ἀλλ᾿ [[ὅμως]] ἔχομεν κρηπίδα ῐ ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 196, ὡς ἐν τῇ Λατ. crepida· πρβλ. [[κνημίς]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |