Anonymous

κατόρθωσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />heureux succès, réussite.<br />'''Étymologie:''' [[κατορθόω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />heureux succès, réussite.<br />'''Étymologie:''' [[κατορθόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατόρθωσις''': -εως, , [[διόρθωσις]], ὀρθὴ τοποθέτησις τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 767, π. Ἄρθρ. 833· ἀνίδρυσις, τοῦ θρόνου Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 2). 2) ἐπιτυχὴς ἐκτέλεσις πράγματός τινος, [[ἐπιτυχία]] (πρβλ. [[κατόρθωμα]]), Ἀριστ. Ρητορ. 2. 3, 12, Πολύβ. 9. 19, 4· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις ὁ αὐτ. 40. 12, 7. 3) [[διόρθωσις]], [[ἀναμόρφωσις]], [[βελτίωσις]], κ. ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 3. 30, 2· τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 53, 2. 4) ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ὀρθὴ [[ἐνέργεια]], Λατ. recta effectio, Κικ. Fin. 3. 14.
|elnltext=κατόρθωσις -εως, ἡ [κατορθόω] het zetten (van gebroken botten). Hp. succes.
}}
{{elru
|elrutext='''κατόρθωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[успешное действие]], [[благополучное завершение]] (τῶν πραγμάτων Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[умелое исправление]], [[успешное преобразование]] (τῆς πολιτείας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[добродетельный поступок]] Arst., Cic.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατόρθωσις:''' -εως, ἡ, [[τοποθέτηση]] σε [[ευθεία]] [[διάταξη]]· επιτυχή [[εκπλήρωση]] πράγματος, [[επιτυχία]], [[διεκπεραίωση]], σε Δημ.
|lsmtext='''κατόρθωσις:''' -εως, ἡ, [[τοποθέτηση]] σε [[ευθεία]] [[διάταξη]]· επιτυχή [[εκπλήρωση]] πράγματος, [[επιτυχία]], [[διεκπεραίωση]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατόρθωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[успешное действие]], [[благополучное завершение]] (τῶν πραγμάτων Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[умелое исправление]], [[успешное преобразование]] (τῆς πολιτείας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[добродетельный поступок]] Arst., Cic.
|lstext='''κατόρθωσις''': -εως, , [[διόρθωσις]], ὀρθὴ τοποθέτησις τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 767, π. Ἄρθρ. 833· ἀνίδρυσις, τοῦ θρόνου Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 2). 2) ἐπιτυχὴς ἐκτέλεσις πράγματός τινος, [[ἐπιτυχία]] (πρβλ. [[κατόρθωμα]]), Ἀριστ. Ρητορ. 2. 3, 12, Πολύβ. 9. 19, 4· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις ὁ αὐτ. 40. 12, 7. 3) [[διόρθωσις]], [[ἀναμόρφωσις]], [[βελτίωσις]], κ. ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 3. 30, 2· τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 53, 2. 4) ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ὀρθὴ [[ἐνέργεια]], Λατ. recta effectio, Κικ. Fin. 3. 14.
}}
{{elnl
|elnltext=κατόρθωσις -εως, ἡ [κατορθόω] het zetten (van gebroken botten). Hp. succes.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατόρθωσις]], εως [from [[κατορθόω]]<br />a setting [[straight]]: [[successful]] [[accomplishment]] of a [[thing]], [[success]], Arist.
|mdlsjtxt=[[κατόρθωσις]], εως [from [[κατορθόω]]<br />a setting [[straight]]: [[successful]] [[accomplishment]] of a [[thing]], [[success]], Arist.
}}
}}