Anonymous

κρίσις: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action <i>ou</i> faculté de distinguer;<br /><b>II.</b> action de séparer ; dissentiment, contestation : [[περί]] τινος, sur qch ; lutte ; <i>particul.</i> contestation en justice, procès;<br /><b>III.</b> action de décider :<br /><b>1</b> décision, jugement ; <i>particul.</i> jugement d'une lutte, d'un concours ; concours, décision judiciaire, jugement, condamnation;<br /><b>2</b> ce qui décide de qch, issue, dénouement, résultat (d'une guerre).<br />'''Étymologie:''' R. Κρι, choisir, trier ; cf. <i>lat.</i> cribrum et cerno.
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action <i>ou</i> faculté de distinguer;<br /><b>II.</b> action de séparer ; dissentiment, contestation : [[περί]] τινος, sur qch ; lutte ; <i>particul.</i> contestation en justice, procès;<br /><b>III.</b> action de décider :<br /><b>1</b> décision, jugement ; <i>particul.</i> jugement d'une lutte, d'un concours ; concours, décision judiciaire, jugement, condamnation;<br /><b>2</b> ce qui décide de qch, issue, dénouement, résultat (d'une guerre).<br />'''Étymologie:''' R. Κρι, choisir, trier ; cf. <i>lat.</i> cribrum et cerno.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρίσις''': ῐ, εως, ἡ ([[κρίνω]]) [[χωρισμός]], [[δύναμις]] ἢ [[ἱκανότης]] πρὸς διάκρισιν, τῶν ὁμογενῶν, τῶν διαφερόντων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 10, κ. ἀλλ. 2) ὡς καὶ νῦν, [[κρίσις]], τὴν Κροίσου κρ. Ἡρόδ. 3. 34, πρβλ. 8. 69· ἐν θεῶν κρίσει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1288· κατὰ κρίσιν ἐμὴν Ἱππ. Ὅρκ. 1· κρ. οὐκ ἀληθὴς Σοφ. Ο. Τ. 501· [[πολίτης]] ὁρίζεται τῷ μετέχειν κρίσεως, διὰ τοῦ δικαιώματος τοῦ κρίνειν, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 6· Κρίσις, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Σοφ. ἐπὶ τῆς κρίσεως τοῦ Πάριδος· κρ. τινός, [[περί]] τινος, ὡς προς..., κ. τῶν μνηστήρων Ἡρόδ. 6. 131· ἀέθλων Πινδ. Ο. 3. 37, Ν. 10. 42· ἡ τῶν ὅπλων [[κρίσις]], ἡ μεταξὺ τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοῦ Αἴαντος, Πλάτ. Πολ. 620Β, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 7· κρίσιν… τοῦ βίου περὶ ὧν λέγομεν Πλάτ. Πολ. 360D κρ. ἀμφ’ ἀέθλοις Πινδ. Ο. 6. 144· κρίσιν ποιεῖσθαι [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 48D· κρίσει πραγμάτων διαφέρεσθαι Πολύβ. 17. 14, 10· κατὰ κρίσιν, μετὰ κρίσεως, φρονίμως, ὁ αὐτ. 6. 11. 5. 3) [[ἐκλογή]], κρ. ποιεῖσθαι τῶν ἀξίων Ἀριστ. Πολ. 6. 7, 4, πρβλ. 2. 9, 23. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ νομικῆς σημ., [[δίκη]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 779, 785, Ἀντιφῶν 128. 17, κτλ.· προκαλεῖν τινα ἐς κρίσιν [[περί]] τινος Θουκ. 1. 34· καθιστάναι ἑαυτὸν ἐς κρ. [[αὐτόθι]] 131· κρίσιν ποιεῖν τινι Λυσ. 133Α· κρίσεως τυχεῖν Πλάτ. Φαῖδρ. 249Α· εἰς κρ. ἄγειν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 856C· ἡ κ. γίγνεταί τινι [[αὐτόθι]] 861D, Δημ. 555. 22 (ἴδε ἐν λέξ. [[κρίνω]] ΙΙΙ). β) τὸ [[ἀποτέλεσμα]] κρίσεως ἢ δίκης, [[κατάκρισις]], Ξεν. Ἀν. 1. 6, 5. 2) δοκιμὴ δεξιότητος ἢ δυνάμεως, πρὸς τόξου κρίσιν, εἰς τοξείαν, Σοφ. Τρ. 266· δρόμον…, οὗ πρώτη [[κρίσις]] ὁ αὐτ. Ἠλ. 684· θεῶν ἔριν τε καὶ κρ. Πλάτ. Πολ. 379Ε. 3) [[ἔρις]], [[φιλονεικία]], [[περί]] τινος Ἡρόδ. 5. 5., 7. 26, κτλ.· [[δίκη]], τὰς κρ. διαδικάζειν Πλάτ. Νόμ. 876Β. ΙΙΙ. τὸ [[ἀποτέλεσμα]] [[τέλος]] [[ἔκβασις]] πράγματός τινος, κρίσιν ἔχω, ἀποφασίζομαι, ἐπὶ πολέμου, Θουκ. 1. 23· κρίσιν λαμβάνειν Πολύβ. 1. 59, 11· ἐν τοῖς πεπολιτευμένοις τὴν κρίσιν [[εἶναι]] [[νομίζω]], [[νομίζω]] ὅτι τὸ [[ἀποτέλεσμα]] ἐξαρτᾶται ἐκ τῶν ἰδικῶν μου δημοσίων ἐνεργειῶν, Δημ. 244. 10. 2) [[κρίσις]] ἢ τροπὴ νόσου, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, κτλ.· [[ὡσαύτως]] νέα προσβολὴ πυρετοῦ· ἴδε Foës Oecon.
|elnltext=κρίσις -εως, ἡ [κρίνω] onderscheid:; τοῦ πλέω καὶ τοῦ μὴ πλέω onderscheid tussen het volle en het niet volle Meliss. B 7; selectie:. κρίσιν ποιεῖσθαι selecteren Aristot. Pol. 1321a30. oordeel:; ἐν τοῖς πεπολιτευμένοις τὴν κρίσιν εἶναι νομίζω ik meen dat het oordeel afhangt van mijn politieke prestaties Dem. 18.57; πιστεύοντες τῇ τῶν λεγόντων κρίσει vertrouwend op het oordeel van de sprekers Aristot. EN 1159a24; beslissing:. ταχεῖαν τὴν κρίσιν ἔσχε (de oorlog) werd snel beslist Thuc. 1.23.1. jur. uitspraak, beslissing veroordeling:; ἡμέρα κρίσεως de dag des oordeels NT Mt. 10.15; rechtzaak, proces:; εἰς κρίσιν ἄγειν voor de rechter brengen Plat. Lg. 856c; κρίσιν τοῖς ἀνδράσι τούτοις ἐποίουν zij deden die mannen een proces aan Lys. 13.35; recht:. κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγελεῖ hij zal recht verkondigen aan alle volkeren NT Mt. 12.18. dispuut, geschil, wedstrijd, met περί + gen.: ἐς κρίσιν τούτου πέρι ἐλθόντας tot een geschil daarover geraakt Hdt. 7.26.2. geneesk. crisis, kritieke fase (van een ziekte).
}}
{{elru
|elrutext='''κρίσις:''' εως, ион. ιος (ρῐ) ἡ (ион. dat. κρίσι)<br /><b class="num">1)</b> [[разделение]], [[различение]] (τῶν διαφερόντων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[суждение]], [[мнение]] (ἐπαινέειν τὴν κρίσιν τινός Her.; κ. οὐκ ἔστιν [[ἀληθής]] Soph.): τὴν κρίσιν περί τινος ποιεῖσθαι Arst. иметь суждение о чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[суд]], [[решение]], [[приговор]]: ἐν [[θεῶν]] κρίσει Aesch. по приговору (т. е. повелению) богов; τῶν ὅπλων κ. Plut. решение об оружии (убитого Ахилла);<br /><b class="num">4)</b> [[суд]], [[судебное разбирательство]]: τῷ πλήθει μεταδιδόναι τῆς κρίσεως Plat. дать народу право участия в судебном разбирательстве; τὸ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς Arst. участие в судебной и административной жизни; προκαλεῖν τινα ἐς κρίσιν περί τινος Thuc. привлекать кого-л. к судебной ответственности за что-л.; καθιστάναι ἑαυτὸν ἐς κρίσιν Thuc. добровольно предстать перед судом;<br /><b class="num">5)</b> [[состязание]], [[спор]] (τῶν μνηστήρων Her.): τόξου κ. Soph. состязание в стрельбе из лука;<br /><b class="num">6)</b> [[спор]], [[тяжба]] ([[θεῶν]] [[ἔρις]] τε καὶ κ. Plat.; ψευοομαρτυριῶν κρίσεις Arst.);<br /><b class="num">7)</b> [[выбор]], [[избрание]] (τῶν ἀξίων Arst.);<br /><b class="num">8)</b> [[исход]], [[окончание]]: (τὸ Μηδικὸν [[ἔργον]]) [[δυοῖν]] ναυμαχίαιν καὶ πεζομαχίαιν ταχεῖαν τὴν κρίσιν ἔσχεν Thuc. исход (персидской) войны был быстро решен двумя морскими и двумя сухопутными сражениями; [[μάχη]] κρίσιν οὐ λαβοῦσα Plut. безрезультатное сражение;<br /><b class="num">9)</b> (ис)толкование (κρίσεις ἐνυπνίων Plut.);<br /><b class="num">10)</b> [[переломный момент]], [[кризис]] (αἱ τῶν νόσων κρίσεις Arst.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κρίσις:''' [ῐ], -εως, ἡ ([[κρίνω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[χωρισμός]], [[ικανότητα]] προς [[διάκριση]], σε Αριστ.· [[επιλογή]], [[εκλογή]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[απόφαση]], [[κρίση]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· κρ. οὐκ [[ἀληθής]], μη βέβαια μέσα, μη ορθοί τρόποι κρίσης, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με νομική [[σημασία]], [[δικαστικός]] [[αγώνας]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· [[αποτέλεσμα]] δίκης, [[καταδίκη]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[δοκιμασία]] ικανοτήτων, <i>τόξου</i>, στην [[τοξοβολία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[διαμάχη]], [[περί]] τινος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[αποτέλεσμα]] ή [[έκβαση]] πράγματος, <i>κρίσιν ἔχειν</i>, να αποφασιστεί, λέγεται για πόλεμο, σε Θουκ.
|lsmtext='''κρίσις:''' [ῐ], -εως, ἡ ([[κρίνω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[χωρισμός]], [[ικανότητα]] προς [[διάκριση]], σε Αριστ.· [[επιλογή]], [[εκλογή]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[απόφαση]], [[κρίση]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· κρ. οὐκ [[ἀληθής]], μη βέβαια μέσα, μη ορθοί τρόποι κρίσης, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με νομική [[σημασία]], [[δικαστικός]] [[αγώνας]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· [[αποτέλεσμα]] δίκης, [[καταδίκη]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[δοκιμασία]] ικανοτήτων, <i>τόξου</i>, στην [[τοξοβολία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[διαμάχη]], [[περί]] τινος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[αποτέλεσμα]] ή [[έκβαση]] πράγματος, <i>κρίσιν ἔχειν</i>, να αποφασιστεί, λέγεται για πόλεμο, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρίσις:''' εως, ион. ιος (ρῐ) ἡ (ион. dat. κρίσι)<br /><b class="num">1)</b> [[разделение]], [[различение]] (τῶν διαφερόντων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[суждение]], [[мнение]] (ἐπαινέειν τὴν κρίσιν τινός Her.; κ. οὐκ ἔστιν [[ἀληθής]] Soph.): τὴν κρίσιν περί τινος ποιεῖσθαι Arst. иметь суждение о чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[суд]], [[решение]], [[приговор]]: ἐν [[θεῶν]] κρίσει Aesch. по приговору (т. е. повелению) богов; ἡ τῶν ὅπλων κ. Plut. решение об оружии (убитого Ахилла);<br /><b class="num">4)</b> [[суд]], [[судебное разбирательство]]: τῷ πλήθει μεταδιδόναι τῆς κρίσεως Plat. дать народу право участия в судебном разбирательстве; τὸ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς Arst. участие в судебной и административной жизни; προκαλεῖν τινα ἐς κρίσιν περί τινος Thuc. привлекать кого-л. к судебной ответственности за что-л.; καθιστάναι ἑαυτὸν ἐς κρίσιν Thuc. добровольно предстать перед судом;<br /><b class="num">5)</b> [[состязание]], [[спор]] (τῶν μνηστήρων Her.): τόξου κ. Soph. состязание в стрельбе из лука;<br /><b class="num">6)</b> [[спор]], [[тяжба]] ([[θεῶν]] [[ἔρις]] τε καὶ κ. Plat.; ψευοομαρτυριῶν κρίσεις Arst.);<br /><b class="num">7)</b> [[выбор]], [[избрание]] (τῶν ἀξίων Arst.);<br /><b class="num">8)</b> [[исход]], [[окончание]]: (τὸ Μηδικὸν [[ἔργον]]) [[δυοῖν]] ναυμαχίαιν καὶ πεζομαχίαιν ταχεῖαν τὴν κρίσιν ἔσχεν Thuc. исход (персидской) войны был быстро решен двумя морскими и двумя сухопутными сражениями; [[μάχη]] κρίσιν οὐ λαβοῦσα Plut. безрезультатное сражение;<br /><b class="num">9)</b> (ис)толкование (κρίσεις ἐνυπνίων Plut.);<br /><b class="num">10)</b> [[переломный момент]], [[кризис]] (αἱ τῶν νόσων κρίσεις Arst.).
|lstext='''κρίσις''': ῐ, εως, ἡ ([[κρίνω]]) [[χωρισμός]], [[δύναμις]] ἢ [[ἱκανότης]] πρὸς διάκρισιν, τῶν ὁμογενῶν, τῶν διαφερόντων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 10, κ. ἀλλ. 2) ὡς καὶ νῦν, [[κρίσις]], τὴν Κροίσου κρ. Ἡρόδ. 3. 34, πρβλ. 8. 69· ἐν θεῶν κρίσει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1288· κατὰ κρίσιν ἐμὴν Ἱππ. Ὅρκ. 1· κρ. οὐκ ἀληθὴς Σοφ. Ο. Τ. 501· [[πολίτης]] ὁρίζεται τῷ μετέχειν κρίσεως, διὰ τοῦ δικαιώματος τοῦ κρίνειν, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 6· Κρίσις, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Σοφ. ἐπὶ τῆς κρίσεως τοῦ Πάριδος· κρ. τινός, [[περί]] τινος, ὡς προς..., κ. τῶν μνηστήρων Ἡρόδ. 6. 131· ἀέθλων Πινδ. Ο. 3. 37, Ν. 10. 42· ἡ τῶν ὅπλων [[κρίσις]], ἡ μεταξὺ τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοῦ Αἴαντος, Πλάτ. Πολ. 620Β, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 7· κρίσιν… τοῦ βίου περὶ ὧν λέγομεν Πλάτ. Πολ. 360D κρ. ἀμφ’ ἀέθλοις Πινδ. Ο. 6. 144· κρίσιν ποιεῖσθαι [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 48D· κρίσει πραγμάτων διαφέρεσθαι Πολύβ. 17. 14, 10· κατὰ κρίσιν, μετὰ κρίσεως, φρονίμως, ὁ αὐτ. 6. 11. 5. 3) [[ἐκλογή]], κρ. ποιεῖσθαι τῶν ἀξίων Ἀριστ. Πολ. 6. 7, 4, πρβλ. 2. 9, 23. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ νομικῆς σημ., [[δίκη]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 779, 785, Ἀντιφῶν 128. 17, κτλ.· προκαλεῖν τινα ἐς κρίσιν [[περί]] τινος Θουκ. 1. 34· καθιστάναι ἑαυτὸν ἐς κρ. [[αὐτόθι]] 131· κρίσιν ποιεῖν τινι Λυσ. 133Α· κρίσεως τυχεῖν Πλάτ. Φαῖδρ. 249Α· εἰς κρ. ἄγειν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 856C· ἡ κ. γίγνεταί τινι [[αὐτόθι]] 861D, Δημ. 555. 22 (ἴδε ἐν λέξ. [[κρίνω]] ΙΙΙ). β) τὸ [[ἀποτέλεσμα]] κρίσεως ἢ δίκης, [[κατάκρισις]], Ξεν. Ἀν. 1. 6, 5. 2) δοκιμὴ δεξιότητος ἢ δυνάμεως, πρὸς τόξου κρίσιν, εἰς τοξείαν, Σοφ. Τρ. 266· δρόμον…, οὗ πρώτη [[κρίσις]] ὁ αὐτ. Ἠλ. 684· θεῶν ἔριν τε καὶ κρ. Πλάτ. Πολ. 379Ε. 3) [[ἔρις]], [[φιλονεικία]], [[περί]] τινος Ἡρόδ. 5. 5., 7. 26, κτλ.· [[δίκη]], τὰς κρ. διαδικάζειν Πλάτ. Νόμ. 876Β. ΙΙΙ. τὸ [[ἀποτέλεσμα]] [[τέλος]] [[ἔκβασις]] πράγματός τινος, κρίσιν ἔχω, ἀποφασίζομαι, ἐπὶ πολέμου, Θουκ. 1. 23· κρίσιν λαμβάνειν Πολύβ. 1. 59, 11· ἐν τοῖς πεπολιτευμένοις τὴν κρίσιν [[εἶναι]] [[νομίζω]], [[νομίζω]] ὅτι τὸ [[ἀποτέλεσμα]] ἐξαρτᾶται ἐκ τῶν ἰδικῶν μου δημοσίων ἐνεργειῶν, Δημ. 244. 10. 2) ἡ [[κρίσις]] ἢ τροπὴ νόσου, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, κτλ.· [[ὡσαύτως]] νέα προσβολὴ πυρετοῦ· ἴδε Foës Oecon.
}}
{{elnl
|elnltext=κρίσις -εως, ἡ [κρίνω] onderscheid:; τοῦ πλέω καὶ τοῦ μὴ πλέω onderscheid tussen het volle en het niet volle Meliss. B 7; selectie:. κρίσιν ποιεῖσθαι selecteren Aristot. Pol. 1321a30. oordeel:; ἐν τοῖς πεπολιτευμένοις τὴν κρίσιν εἶναι νομίζω ik meen dat het oordeel afhangt van mijn politieke prestaties Dem. 18.57; πιστεύοντες τῇ τῶν λεγόντων κρίσει vertrouwend op het oordeel van de sprekers Aristot. EN 1159a24; beslissing:. ταχεῖαν τὴν κρίσιν ἔσχε (de oorlog) werd snel beslist Thuc. 1.23.1. jur. uitspraak, beslissing veroordeling:; ἡμέρα κρίσεως de dag des oordeels NT Mt. 10.15; rechtzaak, proces:; εἰς κρίσιν ἄγειν voor de rechter brengen Plat. Lg. 856c; κρίσιν τοῖς ἀνδράσι τούτοις ἐποίουν zij deden die mannen een proces aan Lys. 13.35; recht:. κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγελεῖ hij zal recht verkondigen aan alle volkeren NT Mt. 12.18. dispuut, geschil, wedstrijd, met περί + gen.: ἐς κρίσιν τούτου πέρι ἐλθόντας tot een geschil daarover geraakt Hdt. 7.26.2. geneesk. crisis, kritieke fase (van een ziekte).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj