Anonymous

κεροβάτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />aux pieds de corne (<i>ép. de Pan</i>).<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]], [[βαίνω]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />aux pieds de corne (<i>ép. de Pan</i>).<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κεροβάτης''': ᾰ, ου, , ([[κέρας]]) ἔχων πόδας ἐκ [[κερατίνης]] ὕλης, ἔχων πόδας μετὰ ὁπλῶν ἢ χηλῶν, κεροβάτας Πὰν Ἀριστοφ. Βάτρ. 230 (Λυρ.)· κατά τινας Γραμμ., ὁ περιπατῶν μετὰ κεράτων, δηλ. ὁ [[κερασφόρος]] [[θεός]]· κατὰ δὲ τὸν Σχολ. «ὁ εἰς τὰ κέρατα τῶν ὀρέων βαίνων», ὁ βαδίζων ἐπὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων (πρβλ. [[κέρας]] IX)· ἴδε Hemst. εἰς Λουκ. Θεῶν Διαλ. 22. 2· ― Καθ’ Ἡσύχ. «ὁ Πάν· [[ἤτοι]] ὅτι κέρατα ἔχει, ἢ οἱονεὶ [[κερατοβάτης]], τὴν βάσιν ἔχων κερατίνην, [[ἐπεὶ]] τὰ [[κάτω]] τράγου εἶχεν».
|elnltext=κεροβάτης -ου, Dor. κεροβάτας [κέρας, βαίνω] op hoeven lopend ( [[epithet]] van Pan).
}}
{{elru
|elrutext='''κεροβάτης:''' ου adj. m шествующий на копытах, т. е. козлоногий ([[Πάν]] Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κεροβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[κέρας]], [[βαίνω]]), αυτός που έχει πόδια από κέρατα, με οπλές στα πόδια, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κεροβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[κέρας]], [[βαίνω]]), αυτός που έχει πόδια από κέρατα, με οπλές στα πόδια, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κεροβάτης:''' ου adj. m шествующий на копытах, т. е. козлоногий ([[Πάν]] Arph.).
|lstext='''κεροβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ([[κέρας]]) ἔχων πόδας ἐκ [[κερατίνης]] ὕλης, ἔχων πόδας μετὰ ὁπλῶν ἢ χηλῶν, κεροβάτας Πὰν Ἀριστοφ. Βάτρ. 230 (Λυρ.)· κατά τινας Γραμμ., ὁ περιπατῶν μετὰ κεράτων, δηλ. ὁ [[κερασφόρος]] [[θεός]]· κατὰ δὲ τὸν Σχολ. «ὁ εἰς τὰ κέρατα τῶν ὀρέων βαίνων», ὁ βαδίζων ἐπὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων (πρβλ. [[κέρας]] IX)· ἴδε Hemst. εἰς Λουκ. Θεῶν Διαλ. 22. 2· ― Καθ’ Ἡσύχ. «ὁ Πάν· [[ἤτοι]] ὅτι κέρατα ἔχει, ἢ οἱονεὶ [[κερατοβάτης]], τὴν βάσιν ἔχων κερατίνην, [[ἐπεὶ]] τὰ [[κάτω]] τράγου εἶχεν».
}}
{{elnl
|elnltext=κεροβάτης -ου, Dor. κεροβάτας [κέρας, βαίνω] op hoeven lopend ( [[epithet]] van Pan).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κερο-βᾰ́της, ου, [[κέρας]], [[βαίνω]]<br />[[horn]]-footed, hoofed, Ar.
|mdlsjtxt=κερο-βᾰ́της, ου, [[κέρας]], [[βαίνω]]<br />[[horn]]-footed, hoofed, Ar.
}}
}}