Anonymous

κλισία: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> abri pour se coucher, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> hutte, cabane en bois;<br /><b>2</b> tente de soldat, baraquement ; <i>particul.</i> baraques <i>ou</i> campements de marins;<br /><b>II.</b> lit, <i>particul.</i><br /><b>1</b> couche nuptiale;<br /><b>2</b> place sur un lit de table;<br /><b>3</b> chaise longue;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> manière de se coucher.<br />'''Étymologie:''' R. Κλι, v. [[κλίνω]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> abri pour se coucher, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> hutte, cabane en bois;<br /><b>2</b> tente de soldat, baraquement ; <i>particul.</i> baraques <i>ou</i> campements de marins;<br /><b>II.</b> lit, <i>particul.</i><br /><b>1</b> couche nuptiale;<br /><b>2</b> place sur un lit de table;<br /><b>3</b> chaise longue;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> manière de se coucher.<br />'''Étymologie:''' R. Κλι, v. [[κλίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κλῐσία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[κλίνω]])· ― [[τόπος]] πρὸς κατάκλισιν, [[ἔνθα]] κατακλίνεταί τις, Ι. [[καλύβη]] ἢ πᾶν πρόσκαιρον [[οἰκοδόμημα]], [[παράπηγμα]], ἐν χρήσει ὡς [[πρόσκαιρος]] [[κατοικία]]· ― παρ’ Ὁμ. αὗται αἱ κλισίαι [[εἶναι]] δύο εἰδῶν, 1) πρὸς χρῆσιν ἐν καιρῷ εἰρήνης, αἱ καλύβαι, ἐν αἷς οἱ βοσκοὶ διήρχοντο τὴν νύκτα, εἰς ἃς κατέφευγον ἐν ἀνάγκῃ, καὶ [[ὅπου]] ἐφύλαττον τὰς ζωοτροφίας των· αὕτη δὲ [[εἶναι]] ἡ [[συνήθης]] [[σημασία]] ἐν τῇ Ὀδ., ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλ. μόνον [[ἅπαξ]], Σ. 589. 2) πρὸς χρῆσιν ἐν καιρῷ πολέμου, ἐν αἷς οἱ πολιορκηταὶ κατῴκουν κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πολιορκίας· ἡ [[συνήθης]] σημασ. ἐν τῇ Ἰλ.· ἐν τῷ πληθ. αἱ καλύβαι τοῦ στρατοῦ, τὸ [[στρατόπεδον]], συχν. ἐν Ἰλ.· ὅτι δὲ δὲν ἦσαν σκηναί, ἀλλὰ ξύλιναι καλύβαι, φαίνεται ἐκ τοῦ ἐν Ἰλ. Ω. 448 κἑξ.· κλ. [[εὔτυκτος]] Κ. 566· [[εὔπηκτος]] Ι. 663· διό, ὅτε στράτευμά τι ἠγείρετο πρὸς ἀναχώρησιν δὲν διέλυε τὰς κλισίας [[ὅπως]] τὰς παραλάβῃ, ἀλλὰ τὰς κατέκαιεν ἐπὶ τόπου, Ὀδ. Θ. 501. ― Μεθ’ Ὅμ. ἡ [[λέξις]] σκηνὴ περιῆλθεν εἰς κοινὴν χρῆσιν καὶ ἡ [[λέξις]] [[κλισία]] κατέστη [[σπανία]] καὶ παρ’ αὐτοῖς τοῖς ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128, Σοφ. Αἴ. 191, 1407, Εὐρ. Ι. Α. 189· Βάκχου κλισίαι, ἐπὶ οἰνοπωλείων, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 810. 7· εὐσεβέων κλισίη, ἐπὶ τοῦ τάφου, ὁ αὐτ. 237. 4. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἐφ’ οὗ τις κατακλίνεται ἢ κάθηται, ἀνάκλιντρον ἢ «πολυθρόνα», Ὀδ. Δ. 123· κεκοσμημένη μὲ χρυσὸν καὶ ἐλέφαντα, Τ. 55· πρβλ. [[κλιντήρ]], [[κλισμός]]. 2) ἀνάκλιντρον, ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται παρὰ τὴν τράπεζαν, [[κάθισμα]] μετὰ προσκεφαλαίων, Πινδ. Π. 4. 237· ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], [[θέσις]] ἐπὶ τοιούτου ἀνακλίντρου, κλ. ἄτιμος Πλουτ. Ἀντών. 59., 2. 148F· κλ. [[ἄδοξος]] Ἀθήν. 544C. 3) [[κλίνη]] νυμφική, Εὐρ. Ἄλκ. 994, Ι. Τ. 857. ΙΙΙ. [[ὅμιλος]] ἀνθρώπων δειπνούντων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 14· [[αἴθουσα]] συνεντεύξεως, Λουκ. Ἔρωτ. 12. ΙV. τὸ κατακεῖσθαι, Πλουτ. Σερτώρ. 26.
|elnltext=κλισία -ας, ἡ, Ion. κλισίη [κλίνω] hut, tent ( m. n. voor soldaten):. κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο zij kwamen bij de hut van Peleus' zoon aan Il. 24.448. bed, spec. huwelijksbed:; γενναιοτάταν δὲ πασᾶν ἐζεύξω κλισίαις ἄκοιτιν de nobelste aller vrouwen heeft u als echtgenote aan uw bed verbonden Eur. Alc. 994; aanligbed; ook als aanduiding van plaats in tafelschikking:; κλισίαις ἀτίμοις προπηλακιζόμενος bespot vanwege zijn oneervolle plaats aan tafel Plut. Ant. 59.3; als acc. v. h. inw. obj. bij κατακλίνω:. κατακλίνατε αὐτοὺς κλισίας ὡσεὶ ἀνὰ πεντήκοντα zet hen in groepen van ongeveer vijftig aan tafel NT Luc. 9.14. leunstoel:. τῇ... κλισίην εὔτεκτον ἔθηκεν zij zette voor haar een fraai gemaakte leunstoel neer Od. 4.123. manier van liggen.
}}
{{elru
|elrutext='''κλῐσία:''' эп.-ион. κλῐσίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[хижина]], [[шалаш]] (κ. [[κατηρεφής]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> воен. [[шатер]], [[палатка]], [[деревянный барак]] (Πηληϊάδεω Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[стул]] (κλισίην θεῖναί τινι Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[застольное ложе]]: ἀπὸ κλισιᾶν ὀρέσθαι Pind. встать из-за стола;<br /><b class="num">5)</b> [[ряд застольных лож]] (κατακλίνειν τινὰς κλισίας ἀνὰ [[πεντήκοντα]] NT);<br /><b class="num">6)</b> [[брачное ложе]] (κ. λέκτρων Eur.);<br /><b class="num">7)</b> [[возлежание]] Plut.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''κλῐσία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i> ([[κλίνω]]), [[μέρος]] προς [[κατάκλιση]], απ' όπου·<br /><b class="num">I.</b> [[καλύβα]], [[παράπηγμα]], [[πρόχειρο]] [[κατάλυμα]], όπως αυτά στα οποία ζούσαν οι πολιορκητές κατά τη [[διάρκεια]] μακροχρόνιων πολιορκιών, σε Ομήρ. Ιλ.· το [[γεγονός]] ότι δεν ήταν σκηνές, [[αλλά]] ξύλινες καλύβες, εμφανίζεται στην Ομήρ. Ιλ. Υ. 448 κ. εξ.· όταν [[ένας]] [[στρατός]] σταματούσε την [[πολιορκία]], τις έκαιγε επί τόπου, σε Ομήρ. Οδ. Η. 501.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ανάκλιντρο]] ή [[πολυθρόνα]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρεβάτι]], νυφικό [[κρεβάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> όμιλος, [[συντροφιά]] ανθρώπων που παρακάθονταν στα γεύματα, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">IV.</b>[[κατάκλιση]] ή [[στήριξη]], [[ανάπαυση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''κλῐσία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i> ([[κλίνω]]), [[μέρος]] προς [[κατάκλιση]], απ' όπου·<br /><b class="num">I.</b> [[καλύβα]], [[παράπηγμα]], [[πρόχειρο]] [[κατάλυμα]], όπως αυτά στα οποία ζούσαν οι πολιορκητές κατά τη [[διάρκεια]] μακροχρόνιων πολιορκιών, σε Ομήρ. Ιλ.· το [[γεγονός]] ότι δεν ήταν σκηνές, [[αλλά]] ξύλινες καλύβες, εμφανίζεται στην Ομήρ. Ιλ. Υ. 448 κ. εξ.· όταν [[ένας]] [[στρατός]] σταματούσε την [[πολιορκία]], τις έκαιγε επί τόπου, σε Ομήρ. Οδ. Η. 501.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ανάκλιντρο]] ή [[πολυθρόνα]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρεβάτι]], νυφικό [[κρεβάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> όμιλος, [[συντροφιά]] ανθρώπων που παρακάθονταν στα γεύματα, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">IV.</b>[[κατάκλιση]] ή [[στήριξη]], [[ανάπαυση]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κλῐσία:''' эп.-ион. κλῐσίη <br /><b class="num">1)</b> [[хижина]], [[шалаш]] . [[κατηρεφής]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> воен. [[шатер]], [[палатка]], [[деревянный барак]] (Πηληϊάδεω Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[стул]] (κλισίην θεῖναί τινι Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[застольное ложе]]: ἀπὸ κλισιᾶν ὀρέσθαι Pind. встать из-за стола;<br /><b class="num">5)</b> [[ряд застольных лож]] (κατακλίνειν τινὰς κλισίας ἀνὰ [[πεντήκοντα]] NT);<br /><b class="num">6)</b> [[брачное ложе]] . λέκτρων Eur.);<br /><b class="num">7)</b> [[возлежание]] Plut.
|lstext='''κλῐσία''': Ἰων. -ίη, , ([[κλίνω]])· ― [[τόπος]] πρὸς κατάκλισιν, [[ἔνθα]] κατακλίνεταί τις, Ι. [[καλύβη]] ἢ πᾶν πρόσκαιρον [[οἰκοδόμημα]], [[παράπηγμα]], ἐν χρήσει ὡς [[πρόσκαιρος]] [[κατοικία]]· ― παρ’ Ὁμ. αὗται αἱ κλισίαι [[εἶναι]] δύο εἰδῶν, 1) πρὸς χρῆσιν ἐν καιρῷ εἰρήνης, αἱ καλύβαι, ἐν αἷς οἱ βοσκοὶ διήρχοντο τὴν νύκτα, εἰς ἃς κατέφευγον ἐν ἀνάγκῃ, καὶ [[ὅπου]] ἐφύλαττον τὰς ζωοτροφίας των· αὕτη δὲ [[εἶναι]] ἡ [[συνήθης]] [[σημασία]] ἐν τῇ Ὀδ., ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλ. μόνον [[ἅπαξ]], Σ. 589. 2) πρὸς χρῆσιν ἐν καιρῷ πολέμου, ἐν αἷς οἱ πολιορκηταὶ κατῴκουν κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πολιορκίας· ἡ [[συνήθης]] σημασ. ἐν τῇ Ἰλ.· ἐν τῷ πληθ. αἱ καλύβαι τοῦ στρατοῦ, τὸ [[στρατόπεδον]], συχν. ἐν Ἰλ.· ὅτι δὲ δὲν ἦσαν σκηναί, ἀλλὰ ξύλιναι καλύβαι, φαίνεται ἐκ τοῦ ἐν Ἰλ. Ω. 448 κἑξ.· κλ. [[εὔτυκτος]] Κ. 566· [[εὔπηκτος]] Ι. 663· διό, ὅτε στράτευμά τι ἠγείρετο πρὸς ἀναχώρησιν δὲν διέλυε τὰς κλισίας [[ὅπως]] τὰς παραλάβῃ, ἀλλὰ τὰς κατέκαιεν ἐπὶ τόπου, Ὀδ. Θ. 501. ― Μεθ’ Ὅμ. ἡ [[λέξις]] σκηνὴ περιῆλθεν εἰς κοινὴν χρῆσιν καὶ ἡ [[λέξις]] [[κλισία]] κατέστη [[σπανία]] καὶ παρ’ αὐτοῖς τοῖς ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128, Σοφ. Αἴ. 191, 1407, Εὐρ. Ι. Α. 189· Βάκχου κλισίαι, ἐπὶ οἰνοπωλείων, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 810. 7· εὐσεβέων κλισίη, ἐπὶ τοῦ τάφου, ὁ αὐτ. 237. 4. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἐφ’ οὗ τις κατακλίνεται ἢ κάθηται, ἀνάκλιντρον ἢ «πολυθρόνα», Ὀδ. Δ. 123· κεκοσμημένη μὲ χρυσὸν καὶ ἐλέφαντα, Τ. 55· πρβλ. [[κλιντήρ]], [[κλισμός]]. 2) ἀνάκλιντρον, ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται παρὰ τὴν τράπεζαν, [[κάθισμα]] μετὰ προσκεφαλαίων, Πινδ. Π. 4. 237· ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], [[θέσις]] ἐπὶ τοιούτου ἀνακλίντρου, κλ. ἄτιμος Πλουτ. Ἀντών. 59., 2. 148F· κλ. [[ἄδοξος]] Ἀθήν. 544C. 3) [[κλίνη]] νυμφική, Εὐρ. Ἄλκ. 994, Ι. Τ. 857. ΙΙΙ. [[ὅμιλος]] ἀνθρώπων δειπνούντων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 14· [[αἴθουσα]] συνεντεύξεως, Λουκ. Ἔρωτ. 12. ΙV. τὸ κατακεῖσθαι, Πλουτ. Σερτώρ. 26.
}}
{{elnl
|elnltext=κλισία -ας, , Ion. κλισίη [κλίνω] hut, tent ( m. n. voor soldaten):. κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο zij kwamen bij de hut van Peleus' zoon aan Il. 24.448. bed, spec. huwelijksbed:; γενναιοτάταν δὲ πασᾶν ἐζεύξω κλισίαις ἄκοιτιν de nobelste aller vrouwen heeft u als echtgenote aan uw bed verbonden Eur. Alc. 994; aanligbed; ook als aanduiding van plaats in tafelschikking:; κλισίαις ἀτίμοις προπηλακιζόμενος bespot vanwege zijn oneervolle plaats aan tafel Plut. Ant. 59.3; als acc. v. h. inw. obj. bij κατακλίνω:. κατακλίνατε αὐτοὺς κλισίας ὡσεὶ ἀνὰ πεντήκοντα zet hen in groepen van ongeveer vijftig aan tafel NT Luc. 9.14. leunstoel:. τῇ... κλισίην εὔτεκτον ἔθηκεν zij zette voor haar een fraai gemaakte leunstoel neer Od. 4.123. manier van liggen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj