Anonymous

κραιπνός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> prompt, rapide;<br /><b>2</b> impétueux, violent.<br />'''Étymologie:''' R. Κραπ, Καρπ, saisir.
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> prompt, rapide;<br /><b>2</b> impétueux, violent.<br />'''Étymologie:''' R. Κραπ, Καρπ, saisir.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κραιπνός''': -ή, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.), ὡς τὸ [[καρπάλιμος]], [[ταχύς]], [[ὁρμητικός]], Βορέης, θύελλαι Ὀδ. Ε. 385., Ζ, 171· πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι Ἰλ. Π 671, 681· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ποσσὶ κραιπνοῖσι Ψ. 749 κτλ.· οὕτω, κραιπνῷ ποδὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 95· κρ. [[βέλος]] Πινδ. Π. 4. 161· πέτραι κραιπνότεραι, ἢ ἀνέμων [[στίχες]], ἐπὶ τῶν Συμπληγάδων, [[αὐτόθι]] 372· ― μεταφ., σπεύδων, [[ὁρμητικός]], [[ταχύς]], [[ὀξύς]], κραιπνότερος [[νόος]], ἐπὶ νέου ἀνδρός, Ἰλ. Ψ. 590. ΙΙ. Ἐπίρρ. κραιπνῶς ἀνόρουσε Κ. 162· προσεβήσετο Ξ. 292· μεμαυῖα Ο. 83· θέομεν Ὀδ. Θ. 247· ― [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., κραιπνὰ ποσὶ προβιβὰς Ρ. 27· κρ. διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι Ἰλ. Ε. 223, κτλ. (Ἐκ τῆς √ΚΑΡΠ, ΚΡΑΠ παράγονται καὶ αἱ λ. καρπάλιμος, κραιπάλη, καὶ πιθ. κάλπη· πρβλ. Σλαυ. krep-uku (fortis)· Λιθ. kraip-yti (τρωπάομαι)· Γοτθ. hlaup-a ([[ἀναπηδάω]]), πρβλ. τὸ Σκωτ. loup· Ἀρχ Γερμ. hlouf-u (laufe).)
|elnltext=κραιπνός -ή -όν snel:; κραιπναὶ θύελλαι hevige rukwinden Od. 6.171; overdr. haastig, impulsief:. κραιπνότερος μὲν γάρ τε νόος zijn karakter is te impulsief Il. 23.590.
}}
{{elru
|elrutext='''κραιπνός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[резвый]], [[быстрый]] (πόδες Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[быстро несущийся]], [[стремительный]], [[бурный]] ([[Βορέας]], θύελλαι Hom.; [[βέλος]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[поспешный]], [[опрометчивый]] ([[νόος]] νέου [[ἀνδρός]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κραιπνός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[ταχύς]], [[ορμητικός]], λέγεται για δυνατούς ανέμους, σε Όμηρ.· λέγεται για τα [[γρήγορα]] πόδια, στον ίδ.· μεταφ., [[βιαστικός]], [[ορμητικός]], [[παράτολμος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., [[γρήγορα]], βιαστικά, εσπευσμένα, σε Όμηρ.· επίσης ουδ. πληθ. ως επίρρ., στον ίδ.
|lsmtext='''κραιπνός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[ταχύς]], [[ορμητικός]], λέγεται για δυνατούς ανέμους, σε Όμηρ.· λέγεται για τα [[γρήγορα]] πόδια, στον ίδ.· μεταφ., [[βιαστικός]], [[ορμητικός]], [[παράτολμος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., [[γρήγορα]], βιαστικά, εσπευσμένα, σε Όμηρ.· επίσης ουδ. πληθ. ως επίρρ., στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κραιπνός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[резвый]], [[быстрый]] (πόδες Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[быстро несущийся]], [[стремительный]], [[бурный]] ([[Βορέας]], θύελλαι Hom.; [[βέλος]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[поспешный]], [[опрометчивый]] ([[νόος]] νέου [[ἀνδρός]] Hom.).
|lstext='''κραιπνός''': -ή, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.), ὡς τὸ [[καρπάλιμος]], [[ταχύς]], [[ὁρμητικός]], Βορέης, θύελλαι Ὀδ. Ε. 385., Ζ, 171· πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι Ἰλ. Π 671, 681· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ποσσὶ κραιπνοῖσι Ψ. 749 κτλ.· οὕτω, κραιπνῷ ποδὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 95· κρ. [[βέλος]] Πινδ. Π. 4. 161· πέτραι κραιπνότεραι, ἢ ἀνέμων [[στίχες]], ἐπὶ τῶν Συμπληγάδων, [[αὐτόθι]] 372· ― μεταφ., σπεύδων, [[ὁρμητικός]], [[ταχύς]], [[ὀξύς]], κραιπνότερος [[νόος]], ἐπὶ νέου ἀνδρός, Ἰλ. Ψ. 590. ΙΙ. Ἐπίρρ. κραιπνῶς ἀνόρουσε Κ. 162· προσεβήσετο Ξ. 292· μεμαυῖα Ο. 83· θέομεν Ὀδ. Θ. 247· ― [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., κραιπνὰ ποσὶ προβιβὰς Ρ. 27· κρ. διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι Ἰλ. Ε. 223, κτλ. (Ἐκ τῆς √ΚΑΡΠ, ΚΡΑΠ παράγονται καὶ αἱ λ. καρπάλιμος, κραιπάλη, καὶ πιθ. κάλπη· πρβλ. Σλαυ. krep-uku (fortis)· Λιθ. kraip-yti (τρωπάομαι)· Γοτθ. hlaup-a ([[ἀναπηδάω]]), πρβλ. τὸ Σκωτ. loup· Ἀρχ Γερμ. hlouf-u (laufe).)
}}
{{elnl
|elnltext=κραιπνός --όν snel:; κραιπναὶ θύελλαι hevige rukwinden Od. 6.171; overdr. haastig, impulsief:. κραιπνότερος μὲν γάρ τε νόος zijn karakter is te impulsief Il. 23.590.
}}
}}
{{etym
{{etym